Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

The Storyteller

Η χροιά μιας φωνής με μαγεύει αληθινά. Δεν μου αρέσει να βλέπω και τόσο τους ανθρώπους, παρά να τους ακούω. Ερωτεύομαι φωνές. Άλλες μπάσες, άλλες λίγο πιο ψηλές. Όλες ήρεμες και σταθερές. Μ' αρέσουν οι φωνές των ανθρώπων. Και για να ξεκαθαρίσουμε, δεν μου αρέσουν όλες. Είμαι εκλεκτική.

Θα ήθελα να είχα τη φωνή του John Hurt ή του Richard Harris (ο Θεός να συγχωρέσει τα πεθαμένα του), να κάθομαι χάμω με μια fleece κουβέρτα και φουσκωτά μαξιλάρια διαβάζοντας δυνατά ένα βιβλίο. Μαστουρώνοντας με την ίδια μου τη φωνή.


Θα ήθελα κάποιος να με παίρνει αγκαλιά και να έχει μια φωνή γαργαλιστική Να μπαίνει από τις τρύπες των αυτιών μου και να μου πειράζει τον εγκέφαλο. Να ακουμπάει το κεφάλι μου στο στέρνο του και να αφήνει το ηχητικό κύμα να περνάει από το σώμα του στο δικό μου. Να μπορώ να το νιώθω στα μέσα μου.

Θα ήθελα ο Ian McKellen να ήταν παππούς μου. Να τον έβαζα να μου λέει ιστορίες τις μέρες που κρυώνω το χειμώνα. Είμαι παράξενη, νομίζω το έχουμε εμπεδώσει αυτό.

Θέλω να σημειωθεί ότι και οι τρεις άνθρωποι που ανέφερα είναι Άγγλοι ή Ιρλανδοί κι αυτό γιατί έχω μια αδυναμία στις προφορές. Ειδικά σε καθαρές αγγλικές, ιρλανδικές και σκωτσέζικες. Τις βρίσκω ακαταμάχητες και γοητευτικές.

Μπορεί το φως να ταξιδεύει με μεγαλύτερη ταχύτητα από τον ήχο, μα ώρες-ώρες προτιμώ τον κόσμο με τα μάτια κλειστά. Κάπως έτσι πρέπει να ακούγονται οι φωνές:




Να μιλάνε ψιθυριστά στο σκοτάδι. Δεν σε φοβίζουν. Σε νανουρίζουν με ένα τρόπο που δεν κοιμάσαι άλλα πέφτεις σε μια γλυκιά εγκεφαλική ζάλη. Και ξαναλέω, είμαι παράξενη.