Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Με δυο παπούτσια πάνινα

Πήγα στο σπίτι σου σήμερα. 3/4 δρόμος και δεν έρχομαι συχνά. Δεν σου μιλάω για όσα έχουν γίνει. Και έγιναν πολλά. Δεν ξέρω ακόμα πως να το διαχειριστώ. Πως μαθαίνεις να χειρίζεσαι κάτι τέτοια; Κι έχουν περάσει τόσοι χειμώνες.

Η γειτονιά είναι ίδια σχεδόν, η πολυκατοικία ίδια. Τα ίδια ραγίσματα στους τοίχους, το κόκκινο ασανσέρ. Το κουδούνι δεν γράφει πλέον το όνομα σου. Το σπίτι είναι ελαφρώς αλλαγμένο. Είχα να έρθω από τότε. Από τους πίνακές σου κατεβάσανε το πορτρέτο του Βαγγέλη. Κρατήσανε μόνο της θείας. Δεν είδα καμία φωτογραφία σου πουθενά, και μου έλειψε η φιγούρα σου. Οι κορνίζες είχαν πλέον διαφορετικά πρόσωπα. Άλλα γνωστά, άλλα όχι. Μύριζε το ίδιο, όμως, παντού.

Ο Ντίνος μεγάλωσε, ξέρεις, και σου μοιάζει πολύ. Πάρα πολύ. Πέρασε Πληροφορικής με τη δεύτερη και έπιασε και μια δουλειά για το χαρτζιλίκι. Δίνει εξεταστική τώρα και δυσκολεύεται λιγάκι. Δεν μου μιλάει και τόσο. Όχι τόσο, όσο όταν υπήρχες εσύ. Εσύ κρατούσες πολλά σε ισορροπία τελικά. Τόσα χρόνια και τον είδα μόνο όταν πέθανε ο παππούς. Αρρώστεια ήταν, μα πρόλαβε και είδε και παιδιά και εγγόνια. Έζησε. Ντροπή να βρισκόμαστε μόνο σε κάτι τέτοια. Δεν κρατάω κακίες.

Κι ο Βαγγέλης μεγάλωσε και φέτος θα έρθει λέει με μετάθεση προς τα δω. Σε θυμάται κι ας μην μιλάει συχνά. Ούτε εγώ μιλάω. Η μαμά είναι ασταθής, όπως πάντα και από τότε που - στηρίζεται σε άλλους, στο κενό. Δεν θυμάται ότι με έχει παιδί όλο το χρόνο. Μερικές φορές συνειδητοποιώ πως η σχέση μας έχει καταρρεύσει και αισθάνομαι άσχημα, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι. Ο μπαμπάς προσπαθεί να κρατήσει τα σχοινιά ολονών και στο τέλος τραβιέται από παντού και τεντώνεται σαν ξεχειλωμένο λάστιχο. Η θεία ξαναπαντρεύτηκε και έκανε την Παυλίνα.

Για να είμαι ειλικρινής δεν ήξερα το γιατί ούτε το πως. Δεν με άφησαν να μάθω. Είχαν κλείσει την τηλεόραση, είχαν δασκαλέψει ως και τους γείτονες να μην μιλήσουν γι' αυτό το θέμα. Ούτε στο Βαγγέλη είχανε πει τίποτα. Δεν με άφησαν να έρθω να σου πω αντίο εκείνη τη μέρα. Έκλαψα μετά. Πολύ μετά. Ήρθα μόνη μου και σε χαιρέτησα. Δεν σου είπα τίποτα. Δεν είχα ανάγκη να πω τίποτα. Ένιωσα τόσο θυμό, τύψεις που δεν σε είχα δει τότε.

Όταν γεννήθηκα είχες πει πως έχουμε κορίτσι στην οικογένεια. Μόνο εγώ είχα γεννηθεί κορίτσι. Και ήθελες ένα. "Να μαζέψουμε λεφτά να τη σπουδάσουμε. Εδώ γεννήσαμε κορίτσι!". Με έπαιρνες μικρή και με κατέβαζες στο μώλο, γιατί μου άρεσε η λίμνη πολύ. Και το κάστρο. Με έμαθες τι είναι τα σήματα Mors και με έπαιρνες στον πύργο ελέγχου στο αεροδρόμιο για να δω τα αεροπλάνα. Και εγώ αγωνίζομαι τώρα να περάσω μηχανικός αεροσκαφών.Διάβαζες λογοτεχνία. Εσύ φταις που διαβάζω κι εγώ. Τρομάζω πια στο πόσα πήρα από σένα. Θαύμαζες τον Καρυωτάκη πολύ. Και μου διάβαζες, μικρό παιδί εγώ. Θυμάμαι την μικρή τηλεόραση που είχες πάρει με δόσεις πολλές. Και έλεγες: "Σιγά! Να είμαστε καλά, θα πληρώνουμε".   Να είμαστε καλά...

Ακόμα σφυρίζει στο κεφάλι μου ένα "γιατί". Και όταν έγινε, εγώ απλά άκουγα κόσμο να σπαράζει και ζαλιζόμουνα. Και το κεφάλι να σφυρίζει. Και κόσμο να χτυπιέται. Και να πονάνε τα μάτια. Κι ύστερα όταν πέρασε ο καιρός, άκουγα πολλά που δεν ήξερα, για τα ταξίδια σου όταν ήσουν νέος, για όσα διάβαζες, για όσα σκέφτηκες. Και τρόμαζα. Γιατί σου μοιάζω. Κοιτάω τα φώτα στο τέλος του κόσμου και σε θυμάμαι. Γιατί έφυγες πριν δεις όσα ήθελα να δεις, πριν ζήσεις όσα έπρεπε να ζήσεις. Ας πέρασε καιρός, ακόμα πονάνε τα μάτια.

Και το κεφάλι σφυρίζει ακόμα ένα "γιατί"...

3 σχόλια:

Unknown είπε...

Μια μέρα οφείλω κι εγώ να θίξω το ζήτημα. Είναι η τρίτη ανάρτηση που συνεχώς αναβάλλω. Αλλά, θα πρέπει να καθήσω με ηρεμία και υπευθυνότητα κι όχι λίγο μετά τις 2 τη νύχτα από το κινητό για να μην καταλάβει κανένας που κοιμάται. Άσε που είναι σχετικά αδύνατο να σκεφτείς με ηρεμία αν το μεγαλύτερο συνεχόμενο διάστημα που έχεις παραμείνει σε κάποιο μέρος είναι δέκα μέρες. Σε λίγο θα αποκτήσω και μοναδική συνείδηση. Και ο χρόνος ποτέ δε μου φτάνει...

Unknown είπε...

Συγνώμη. Ήθελα να γράψω νομαδική συνείδηση αλλά το κινητό έγραψε «μοναδική» από μόνο του. Από τις καλύτερες αναρτήσεις πάντως.

Unknown είπε...

Φώτα, μακρυά, που στο σκοτάδι χάνονταν
Μες στων θνητών νερών την κυρτοσύνη
Φώτα προς άγνωστους, θερμούς προορισμούς
Και θλιμμένα, παγωμένα λιμάνια.