Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Θα με σκέφτεται τώρα;


Την απουσία σου δεν μπορώ να την υπομείνω. Δεν μπορώ να την ανεχτώ... Θα ΄θελα να με αφήσεις ξανά να χαθώ, να με αφήσεις να ελπίζω πως κάποια μέρα θα ξημερώσει και και θα με περιμένεις στην άλλη όχθη της σκέψης μου, στη δικιά σου σκέψη.
Φαγητό, τσιγάρα, πεταμένα τραπουλόχαρτα και μια ταινία να παίζει μόνη της χωρίς κανείς να παρακολουθεί.
«Σε πειράζει να βάλω μουσική;», ρωτά μια από τις δύο φίλες.
«Σπίτι σου είναι και ρωτάς εμένα; Κάνε ότι θες!»
Το μουρμουρητό του διαλόγου της ταινίας σπάει ένα συγκεκριμένο τραγούδι που παίζει συνέχεια τις τελευταίες μέρες. Οι φίλες ξεκαρδίζονται στα γέλια σαν σκανδαλιάρες μαθήτριες.
Δεν μπορεί να χωνέψει όσα έχουν γίνει. Δεν μπορεί να ξεχάσει τη μυρωδιά του, το χαμόγελό του, το βλέμμα του.
«Θέλω να τον δω ξανά. Τον είδα στον ύπνο μου χτες»
«Τι λες να ξεπαγώσω να φάμε;»
«Ήταν τόσο υπέροχα όταν με είχε αγκαλιά. Λες να με σκέφτεται καθόλου;»
«Αυτό κοτόπουλο είναι;»
«Δεν έχω καταλάβει ακόμα το νόημα των τελευταίων ημερών. Λες να με σκέφτεται καθόλου;»
«Να το κάνω με κρέμα γάλακτος ή κοκκινιστό;»
«Δεν μου έχει τύχει κάτι ανάλογο. Πιστεύεις ότι με σκέφτεται καθόλου;»
Η ταινία έχει τελειώσει και καμία από τις δύο φίλες δεν το έχει προσέξει. Δεν μιλάνε. Μονάχα χαζεύουν ξαπλωμένες και μυρίζουν έξω τη βροχή. Σκέφτονται τα ίδια πράγματα, την ίδια στιγμή.
Να σ'είχα απέναντί μου και το βλέμμα σου να ηρεμεί την ψυχή μου. Θα μπορούσα να σου πω πολλά εκείνο το βράδυ που δε σου τα είπα όταν σε είχα. Μα δεν καταλαβαίνει κανείς  πόσο εύθραυστα είναι όλα όταν είναι ευτυχισμένος. Ευτυχία είναι να νιώθεις κάθε σου κύτταρο τόσο εύθραυστο αλλά και τόσο πλήρες ταυτόχρονα. Συμπέρασμα; Μονάδα μέτρησης της ευτυχίας είναι η στιγμή.
«Πως γίνεται με τόση απόσταση να μπορεί να ορίζει τόσα;»
Το φως της ημέρας πλησιάζει, απειλητικό όπως πάντα.
Όλοι οι φόβοι και οι παράξενοι δαίμονες του μυαλού χάνονται πίσω από τις πόρτες του υποσυνείδητου.
Μα δυο ερωτευμένες με τον έρωτα ψυχές σμίγουν, όσο ακόμα είναι σκοτάδι:
«Θα με σκέφτεται τώρα;»

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Φόβος: Ο νόμος δράσης της ζωής


Οι άνθρωποι -σε όλη τους τη ζωή- αναζητούν καινούρια πράγματα, αλλά παραμένουν ίδιοι. Όταν βλέπεις τα ίδια πρόσωπα, καταλήγουν να γίνονται κομμάτι της ζωής σου. Κι όταν γίνουν κομμάτι της ζωής σου, επιδιώκουν να την αλλάξουν. Αν δεν ανταποκρίνεσαι στις προσδοκίες τους, κλωτσάνε. Αυτό συμβαίνει, γιατί όλοι πιστεύουν πως ξέρουν πως να ζήσουν τη δική σου ζωή καλύτερα. Δεν έχουν ιδέα, όμως, πως πρέπει να ζήσουν τη δική τους ζωή.
Η απόσταση μεταξύ του «θέλω να ζήσω καλύτερα» και του «πρέπει να ζήσω με ένα συγκεκριμένο τρόπο» απέχουν όσο η προσωπική βούληση απέχει με την υποταγή. Όσο απέχει το όνειρο με την πραγματικότητα. Η απόσταση αυτή εξαρτάται από το πόσο θα βολευτείς, πόσο πολύ τρέμεις το άλμα κενού που χωρίζει τις δύο πλευρές.
Από μια απλή συνεπαγωγή, αντιλαμβάνεσαι ότι όσο περισσότερο βολεύεσαι τόσο περισσότερο ανέχεσαι. Ανέχεσαι το ψέμα, τη βία του κόσμου, την έλλειψη ελέγχου στη ζωή σου, την καταπίεση του «πρέπει» που μονάχα αυξάνεται με το χρόνο. Και φοβάσαι! Τρέμεις την αποτυχία, την κρίση, την απόρριψη. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι φοβάσαι για πράγματα που δεν ήθελες να κάνεις εξ’ αρχής, τη ζωή του «πρέπει». Καταπίνεις το μεγαλύτερο έγκλημα στην ιστορία της κοινωνίας. Την υποβάθμιση της προσωπικότητάς σου, του εαυτού σου σαν ολότητα.
Ο φόβος είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνίας. Αυτός οδηγεί είτε σε δράση είτε σε αδράνεια. Ο προσωπικός παράγοντας είναι αυτός που θα καθορίσει σε ποιό από τα δύο θα οδηγηθείς.
Θα ζεις μια ζωή τρομοκρατημένος και καταπιεσμένος στην ασφάλεια του κοινωνικού συνόλου, αλλά θα είσαι για πάντα αβέβαιος για το ποιός πραγματικά είσαι ή θα ζήσεις μια ζωή βέβαιος για τον εαυτό σου και ευχαριστημένος με τις επιλογές σου στην απομόνωση. Έχεις –φυσικά- την επιλογή να ζήσεις μοιρασμένος σε δύο ζωές. Κάθε μία μισή με τα χαρακτηριστικά -βέβαια- που σε συμφέρουν, αλλά ποτισμένες και οι δύο με ανειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό σου και τους άλλους και με φόβο μήπως σε ανακαλύψουν.
Ανάγοντας τα παραπάνω στην ιστορία, δεν μπορεί κανείς παρά να αντιληφθεί τη διαχρονικότητα όσων παρέθεσα. Κανένας δεν σου χρωστάει και δεν χρωστάς σε κανέναν. Όλα είναι επιλογές που κάνεις μόνος σου. Μοναχός σου επιλέγεις την υποταγή, την ελεύθερη βούληση, το ρίσκο, το βόλεμα, την αλήθεια, το ψέμα. Πάντα θα έχεις τον έλεγχο να κάνεις την επιλογή. Επιλέγεις να ζεις υποταγμένος ή ελεύθερος. Μεγάλο ψέμα η μοίρα!
Η ομορφιά του κόσμου δεν χάνεται, όπως και η ασχήμια του. Μπορείς να παρατηρείς και τα δύο αναπόσπαστος από το όνειρό σου, τη θέλησή σου, την προσωπική ιστορία που θες να χαράξεις. Ωστόσο, για κάποιο λόγο παρασέρνεσαι, μαθαίνεις να ζεις χωρίς φιλοδοξίες ή τις καταπίνεις στην πορεία.
Βλέπω έναν κόσμο με απρόσωπα όντα χωρίς μορφή, με άβουλα έρμαια των ισχυρών. Πόσο δύσκολο είναι να κάνεις επιλογές; Να πεις όχι ή ναι, να πεις θέλω ή δεν θέλω, να πεις αντέχω ή καταρρέω; Είναι αδύνατον να είσαι πάντα ευχαριστημένος και εσύ και οι άλλοι ταυτόχρονα. Πρέπει να μάθεις να ζεις με αυτό και να αποφασίσεις τι θες εσύ να κάνεις.
Δεν είπα ότι δεν χρειάζεται το «πρέπει» στη ζωή, αλλά αφού το «θέλω» έχει μέτρο αναλόγως και το «πρέπει» έχει ανάγκη το μέτρο. Είναι αυτό που μου έλεγε ο πατέρας μου σε μένα και τον αδερφό μου:  «Να αντιλαμβάνεστε την αξία του μέτρου! Να μην παθιάζεστε, να μην "πωρώνεστε"...». Σημειώνω ότι το δικαίωμα σου στην προσωπική και ελεύθερη βούληση σταματά εκεί που αρχίσει το δικαίωμα του άλλου. Η υπερβολή για μένα είναι αποδεκτή μόνο σαν γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, των οποίων η διαφορά των αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία είναι σταθερή.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

Μια παράξενη τύπισσα


Μια περίεργη τύπισσα περπατάει μοναχή της. Ένα ασπρόμαυρο καρό μαντήλι στα μαλλιά ανεμίζει από τον αέρα. Τινάζει ένα ξεχειλωμένο μπλουζάκι Zeppelin. Ένα τρίφυλλο στο χέρι, λίγη στάχτη στα σταράκια και μια παράξενη θολούρα στο κεφάλι. Πίσσα νύχτα και κοιτάει τη θάλασσα. Κάτι περιμένει.


Γουστάρει που όλοι κοιμούνται. Δεν την πειράζει που είναι μόνη της. Αλλά κάτι περιμένει... Είναι ωραία η θολούρα με τη θάλασσα. Παίζει να μην ξέρει ούτε αυτή τι στα σκατά περιμένει. Μια ελευθερία αλλόκοτη, μια αγκαλιά, κάποιον να αράξει δίπλα της χωρίς να μιλάει.


Φταίνε όλα και δεν φταίει τίποτα. Δακρύζει, μα δεν πειράζει. Στεγνώνουν τα δάκρυά της από τον ζεστό αέρα. Είναι ωραίο να κλαις πότε-πότε ακόμα και χωρίς λόγο. Να ξεθυμαίνεις... Έχεις κλάψει ποτέ ενώ γελάς ταυτόχρονα; Δεν είναι υπέροχη αίσθηση; Ή παράξενη; Ένα μπερδεμένο συναίσθημα που δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις αν αξίζει γέλιο ή δάκρυ.


Έχει αράξει το κορμί της σε ένα παγκάκι ψηλά και κοιτάει τη θάλασσα. Κάνει αφόρητη ζέστη. Σκέφτεται ότι θα προτιμούσε να μην είχε φορέσει το τζιν της. Αναπνέει βαρυά σαν κάτι να την πιέζει στο στήθος. Το παθαίνει συχνά τελευταία. Θέλει να ζήσει ειλικρινά, νιώθει χορτασμένη και πεινασμένη ταυτόχρονα. Ονειρεύεται το βάθος.


Μπάζει από παντού, ρε φίλε. Το βλέπεις; Είναι το βάρος του κόσμου που την πλακώνει. Την πειράζει που έχει απομακρυνθεί, μα δεν είναι πια αστείο να κάνει ότι πιστεύει τους ανθρώπους που κάνουν ότι την αγαπάνε.


Μια περιέργη τύπισσα... Σηκώνεται και περπατάει με το βλέμμα καρφωμένο στη θάλασσα. Μόνο στάχτη, μόνο ελευθερία αλλόκοτη, μόνο αέρας στο καρό μαντήλι.


Η ανθρωπιά είναι που λείπει από αυτό τον κόσμο. Ζεσταίνεται από τα μέσα της, δεν αντέχει το κρύο που είναι εκεί έξω. Είναι Ιούλιος...


Καλό μήνα!

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Φοβάμαι, μπαμπά...

Δεν είχα σκοπό να το ανεβάσω αυτό το κείμενο, αρχικά επειδή διέπεται από υπερβολική προσωπική αποκάλυψη και επιπλέον επειδή αγαπάω υπερβολικά τον μπαμπά μου για να τον θορυβήσω. Ωστόσο, ήθελα πολύ να το ανεβάσω...


Μπαμπά μου,
Θα ήταν ψέμα να σου πω ότι δεν φοβάμαι τον κόσμο. Ότι δεν τρέμω το άγνωστο. Τρέμω γι’ αυτά που ανησυχείς χρόνια: ότι θα γίνω ωραία, νέα κι ατυχής. Φοβάμαι ότι δεν θα έχω κανέναν να ‘ρθει, ότι θα γλιστρήσει το χέρι που με κρατάει.  Φοβάμαι, μπαμπά.
Αναζητώ –ίσως μάταια- τη φυσική καλοσύνη στον κόσμο, τη συνειδητή επιλογή της ανιδιοτέλειας, την αληθινή αγάπη. Δεν κουβαλάω κακία για κανένα γιατί δεν με απασχολεί και δεν με συμφέρει να συγκρατώ ότι αρνητικό μου έχουν προκαλέσει. Ωστόσο, διατηρώ το αίσθημα της ασφάλειας και της ανάγκης για επιβίωση. Δεν έχω σκοπό να γίνω υποκρίτρια, μόνο να έχω φυτεμένο πάντα στο μυαλό μου ότι ο καθένας είναι έτοιμος να αδιαφορήσει, να με πατήσει. Ίσως θα έπρεπε να σκεφτώ κατά πόσο έχω το δικαίωμα να το κάνω κι εγώ.
Ο κόσμος άλλαξε. Πέρασαν χρόνια και οι λέξεις που ονομάσαμε αξίες ειπώθηκαν τόσες πολλές φορές που ξέφτισαν, αλλοιώθηκαν, παραποιήθηκαν. Δεν πουλάω τον εαυτό μου για κάτι τέτοια. Είδα ότι ώρες-ώρες μια εικόνα μπορεί να σε σαρώσει, μα δεν το δέχτηκα ποτέ. Ασπάστηκα το λόγο, το συναίσθημα, το νου. Είδα ότι η αξία δεν είναι μια κούφια λέξη, μια έντονα μπογιατισμένη ζωγραφιά. Είναι κατάσταση. Έμαθα ότι ο κόσμος ζυγίζει τη δυστυχία και το μέλλον των ανθρώπων ανάλογα με την οικονομική τους επιφάνεια. Έμαθα πόσο δύσκολο είναι να σφίγγεις τα δόντια όταν σε πονάνε. Είδα πόσο εύκολο είναι να είσαι υποκριτής, μηδενιστής, αγνώμονας. Συνειδητοποίησα ότι η ευτυχία είναι κρυμμένη σε «φωτογραφίες». Κατάλαβα ότι ο φόβος είναι επιλογή που πρέπει να μάθω να ελέγχω.
Είναι απίθανο να μείνεις κοινωνικά απαίδευτος. Είναι φυσικό –όμως- να δυσκολευτείς, να παιδευτείς, να ζυμωθείς. Αναρωτιέμαι πολλά πράγματα. Ρωτάω συνεχώς κοιτώντας γύρω με περιέργεια και φόβο, ανακαλύπτοντας έναν άγνωστο κόσμο. Σαν τα μικρά παιδιά που αντικρίζουν για πρώτη φορά ένα καινούριο αντικείμενο και το επεξεργάζονται με ενθουσιασμό και επιφύλαξη. Ακόμα μαθαίνω πως λειτουργούν οι άνθρωποι. Δεν θα σταματήσω ποτέ να μαθαίνω.
Όλα σε αυτόν τον κόσμο ξεκινούν και γυρνούν γύρω από το φόβο για επιβίωση. Επί+βιώνω; Βιώνω σημαίνει αισθάνομαι, σημαίνει νιώθω στην ολότητά μου. Είμαστε καταδικασμένοι να φοβόμαστε να νιώσουμε. Στο τέλος της μέρας, όμως, όλοι θα ήθελαν κάποιον να τους παίρνει αγκαλιά όταν κλαίνε. Και ξέρω ότι κλαίνε. Σιωπηρά με το κεφάλι χωμένο σ’ ένα μαξιλάρι. Κρυμμένοι όλοι σε σχέσεις ψεύτικες με συναισθήματα πλαστά και με μια όψη καλά χαλκευμένου βολέματος.
Έμαθα, μπαμπά μου, να λογίζομαι χωρίς φυτεμένες ιδέες. Είναι πολύ εύκολο να γίνεις μαζικός. Χαίρομαι όσο δεν πάει τη Γνώση σαν βίωμα, σαν αξία, σαν προσόν. Αλλά η Γνώση πάντα κουβαλάει οξύ πόνο. Κουβαλάει αλήθειες  που μπορεί να σου φάνε το κεφάλι.
Την ερημιά φοβάμαι πολύ, πατέρα. Αυτή που σε αφήνει να φαγωθείς μοναχός σου.
Δεν σου ζητάω να μην ανησυχείς για μένα, μπαμπά μου. Είναι φυσικό, λογικό, ανθρώπινο. Όπως ανησυχώ κι εγώ για σένα. Το ξέρω ότι πιστεύεις σε μένα. Δεν με πονάει τόσο που δεν σε βλέπω γιατί τα μάτια δείχνουν μόνο ένα σωματικό και όχι ψυχικό ερέθισμα.
Να είσαι περήφανος για μένα, μπαμπά. Γιατί χρησιμοποίησα όλα όσα μου έδωσες κι όσα θα μου δώσεις ακόμα. Όσα δεν μου στέρησε η μεγάλη σου καρδιά και η ανοιχτή αγκαλιά σου, δεν έχω σκοπό να μου στερήσει ο κόσμος. Θα αντέξω γιατί με έκανες δυνατή. Δεν με νοιάζουν όσα πέρασα, δεν με απασχολούν, δεν με στιγμάτισαν, μόνο με έπλασαν για να είμαι προετοιμασμένη.
Καληνύχτα, μπαμπά μου.

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Είχε γεύση από μαύρα κεράσια...


Αυτό το κείμενο το είχα γράψει πριν από πάρα πολύ καιρό και το ξαναβρήκα εντελώς τυχαία. Δεν θυμάμαι αν το είχα ανεβάσει τότε. Όπως και να έχει αξίζει που το θυμήθηκα!




Κάποτε χαμογελούσα αληθινά πολύ συχνότερα. Κάποτε δεν έκλαιγα μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Αρχίζω να πιστεύω πως είχαν δίκιο οι Guns n' Roses στο Yesterdays: "Yesterdays, there were so many things I was never told. Now that I'm starting to learn I feel I'm growing old".


Σε θυμάμαι ακόμα και μου λείπεις πολύ. Μύριζες ωραία, σαν φρεσκοπλυμένο βαμβακερό. Με έπαιρνες αγκαλιά και έκλεινα τα μάτια ενώ μου διάβαζες άμμετρη ποίηση. Αποκοιμόμουνα πότε-πότε στον καναπέ σου, με σκέπαζες με μια πράσινη fleece κουβέρτα και με κοιτούσες από την απέναντι πολυθρόνα καθώς ανέπνεα πίνοντας καφέ και ρουφώντας από το τσιγάρο σου. Ασυναίσθητα κρατάω το τσιγάρο όπως εσύ.


Με έπαιρνες τηλέφωνο όταν ήταν πίσσα νύχτα έξω για να μου πεις απλά ότι σου έλειψε η φωνή μου και όταν άκουγα τη δική σου ηρεμούσα. Μου μιλούσες για ώρες περί ιστορίας, φυσικής, φιλοσοφίας. Ένιωθα τυχερή και χαζή ταυτόχρονα. Μου άνοιξες το μυαλό ώστε να ακούσω blues και jazz. Και μιλούσες για ότι σε συναρπάζει καθώς η μουσική έμπαινε από τα αυτιά μου και πείραζε τα μειλίχια κομμάτια της ψυχής μου.


Όταν με είδες πρώτη φορά να κλαίω, να τσακίζομαι σε ληγμούς ήσουν ευτυχισμένος που κατάφερες να με κάνεις να ξεσπάσω. --Θέλω να καταλάβω τι είναι σωστό. Αν αξίζω. Νόμιζες ότι είμαι αξιολύπητη. Ότι έχω τα πάντα στον κόσμο, αλλά δεν μου αρέσει ο εαυτός μου. Τι θέλεις να κάνω; Να κλάψω; Αυτό ήθελες... Να παραδεχτώ ότι έχω αδυναμίες. "Θέλω να με πείσεις ότι η ζωή σου είναι πολύτιμη για σένα γιατί εγώ δεν το ξέρω", έτσι μου είπες.--


Θέλω μια φορά ακόμα να με κοιτάξεις με τα μπλε σου μάτια -με εκείνο το βλέμμα σαν ακτινογραφία- και να κλάψω, να γονατίσω, να σπάσω, να τσακίσω, να ουρλιάξω. Να βγάλω τα πάντα από το σύστημά μου, ίσως ακόμα κι εσένα.


Είχες μια γεύση από μαύρα κεράσια, σαν ζαχαρωτό. Και με γαργαλούσε αφόρητα το μούσι σου όταν ήμουν τόσο κοντά ώστε να νιώθω την ανάσα σου στη μύτη μου. Μου είχες πει "σ'αγαπάω" τότε κι εγώ σου είχα πει "συγνώμη". Ένιωθα αμήχανα δίπλα σου. Τώρα κλαίω όταν δεν με βλέπεις. Λυπάμαι που δεν σου είπα ποτέ ότι σ'αγαπάω...


Προσπάθησα να σε αντικαταστήσω. Δοκίμασα κάποιον που σου μοιάζει πολύ, δοκίμασα κάποιον που δεν σου μοιάζει καθόλου. Κανείς δεν έχει γεύση από μαύρα κεράσια...