Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Περί ψυχής

Κάθε που μια σάρκα πλάθεται, η ψυχή ποτίζεται πριν γίνει ένα με το σώμα. Ξεπλένεται στο ποτάμι του νερού της γης, βαθιά μέσα στα δάση των θεών. Εκεί που θεοί γεννιούνται και θεοί πεθαίνουν. Και στο ποτάμι αυτό ταξιδεύουν η Σοφία, Η Χαρά, η Κακία, η Γνώση... Δεν ταξιδεύουν ειρηνικά. Κι όταν μια ψυχή – άπλαθη ακόμα – πλησιάζει, εκείνες χτυπιούνται, κομματιάζονται.

Μια ψυχή, θα τα έχει όλα. Και πάντα όπως πρέπει. Τα πάντα ανάλογα. Και όσο η ψυχή πλάθεται ολάκερη μοναχή της, αυτές μεγαλώνουν. Και πρώτα απ' όλα η Γνώση. Μα η Γνώση κουβαλάει πόνο οξύ, που θρυμματίζει σωθικά και τρώει κεφάλια. Χειρότερο από τη Γνώση, η ψυχή θα δει μονάχα την ερημιά. Αυτή που σε παρατάει να φαγωθείς μοναχός σου, που δεν σε λυπάται, σε γονατίζει, σε διψάει.

Η μάνα πηγή πονάει τα παιδιά της. Παρακαλάει η ψυχή να ποτιστεί με τα Καλά. Κι αν κάποιο από τα παιδιά της χυθεί και ξαμοληθεί από την ποδιά της, εκείνη σπαράζει ώσπου να γυρίσει να συγχωρεθεί.

Τα παιδιά κάνουν τα λάθη που τους αναλογούν. Και η μάνα συγχωράει για να προχωράνε εκείνα ανάλαφρα. Μα το βάρος της πράξης δεν μπορεί να το κουβαλήσει η μάνα. Στο τέλος η ψυχή – έχει δεν έχει – πρέπει να μάθει το αλλόκοτο. Nα κάνει το χρέος...