Και έτσι ξαφνικά έχεις έμπνευση. Γενικά, έχεις έμπνευση σε πολύ έντονες στιγμές. Και βαριέσαι να πατήσεις, ρε φιλαράκι τα κουμπιά γιατί πήγε 3 και δεν μπορείς να κάνεις καταχρήσεις για να στέκεσαι πλέον. Για την υγεία, σου λέει ο άλλος. Παπαριές! Και τι δεν θα 'δινες για μια μυρωδάτη κατάχρηση. Μπορεί σου περνούσε η ένταση. Μπορεί να σε έπαιρνε επιτέλους ο πούστης ο ύπνος να ησυχάσεις.
Που λες πάει 3 το πρωί και για να μην κοιμηθείς ο εγκέφαλος σου περνάει από κόσκινο μόνος του. Και κάνεις μια ανασκόπηση για τις σχέσεις τις ζωής σου. Εκεί είναι που δεν κοιμάσαι. Ο Δ. ήταν πολύ μεγάλο καθίκι τελικά και χτυπιόμουνα χρόνια. Και ο Θ. για μπάτσες ήταν και ο Ν. πάλι και ο Ε. και ο Π. κ.ο.κ. Περιπτωσάρες μία και μία όλοι τους. Και λες γιατί ρε πούστη μου το μοναδικό κοινό που έχουν όλοι αυτοί να είναι εγώ; Αν είσαι ηλίθιος λες με κυνηγάνε οι μαλάκες. Αν το σκεφτείς λίγο διαφορετικά, λες μήπως τους κυνηγάω εγώ; Και κάπου εκεί φτάνεις στο σημείο τραγικής ειρωνίας να παραδέχεσαι κρυφά από μέσα σου: "Ο Μ. ήταν καλό παιδί και ο μόνος που με νοιάστηκε πραγματικά." Κι ήταν κι ο μόνος που χώρισες εσύ κι όχι αυτός εσένα. Κι εκεί καταλαβαίνεις ότι έχεις προβλήματα.
Ανάβεις ένα τσιγάρο να το σκεφτείς καθαρά. Γαμώ την έμπνευση, γαμώ. Όταν είσαι σε πλήρη επαγρύπνηση αρχίζουν και χάνονται οι λέξεις. Σαν να θέλουν να έρθουν μονάχα όταν δεν είσαι νηφάλιος. Αδειάζεις το ένα τασάκι μέσα στο άλλο γιατί βαριέσαι να σηκωθείς να πετάξεις τα σκουπίδια.Σε τυφλώνει και το φως από laptop, αλλά δεν ψήνεσαι να ανάψεις το φως να τα γράψεις σε χαρτί. Σταματάς. Ανάβεις το φωτιστικό για να βλέπεις να στρίβεις και να πατάς τα κουμπιά. Οδυνηρό είναι. Κάποτε ήσουν ένας άνθρωπος με ελπίδες και όνειρα. Τώρα δυσκολεύεσαι να πάρεις ανάσες και νομίζεις ότι φταίει το τσιγάρο. Και η νύχτα ξεδιπλώνεται ακόμα κι εσύ σκέφτεσαι τις λάθος επιλογές σου. Τι πήγε στραβά; Είσαι καλό παιδί καταβάθος.
Κάνει ζέστη. Πόσους βαθμούς παίζει να έχει έξω; Ανάβεις ένα κωλοανεμιστήρα της συμφοράς και τον βάζεις να σε φυσάει στα μούτρα. Έχεις ακόμα ψύξη από την προηγούμενη φορά που έκανες αυτή τη μαλακία, αλλά ζεσταίνεσαι ανελέητα. Σαν να παίρνουν φωτιά τα μπούτια σου όταν ακουμπάνε το ένα με το άλλο. Μήπως κάτι δεν διαχειρίζεσαι σωστά; Μήπως έπρεπε να φερθείς διαφορετικά; Γιατί ποτέ σε καμία σχέση δεν κατάφερες να είσαι ο εαυτός σου; Σηκώνεσαι για νερό. Πάλι ξέχασες να γεμίσεις μπουκάλια για το ψυγείο, το κέρατό σου.Βρίζεις από μέσα σου συνεχόμενα. "Γαμώ την πουτάνα μου, γαμώ! Εγώ φταίω. Φταίω που δέχομαι, που λυπάμαι, που νιώθω, που κάνω το μαλάκα, που δεν ήμουν ποτέ ικανή να εκδικηθώ."
Η λογοτεχνία σε κατέστρεψε. Κανένα βιβλίο δεν σε προετοίμασε ποτέ για τους ανεκπλήρωτους έρωτες, για τα απωθημένα που σου μένουν μέχρι να πεθάνεις, για τα μίση που σου τρώνε το κεφάλι, γιατί όλα μπορούν να πάνε στραβά. Όλα μιλούσαν για τη λύτρωση που έρχεται και που εσύ περιμένεις και δεν έρχεται ποτέ. Ανοίγει η πόρτα και βγαίνει μια αγουροξυπνημένη φίλη για το μεσονύχτιο κατούρημα. "Σε ενοχλώ; Κάνω φασαρία;", ακούστηκε η φωνή σου βραχνιασμένη και ξέπνοη. "Α, να χαθείς κόρακα. Με κοψοχόλιασες που κάθεσαι στα σκοτάδια. Όχι, ρε. Άραξε. Μια χαρά κοιμόμουνα." σου απάντησε χαλαρά. Όταν βγαίνει από την τουαλέτα σε καταλαβαίνει και ρωτάει τι έγινε. Προσπαθείς να της εξηγήσεις απλά, ενώ ταυτόχρονα ντρέπεσαι για τις σκέψεις που σε τρώνε.
Ακούς τον εαυτό σου να μιλάει και παραξενεύεσαι. Ακούγεσαι πολύ λογική και σου φαίνεται περίεργο να μιλάς τόσο ψύχραιμα σε σχέση με την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι. Θυμάσαι τα βράδια που ρωτούσες τον εαυτό σου αν σε σκέφτεται τώρα, που σκεφτόσουν αν θα έρθει ποτέ ξαφνικά. Αρχίζεις να σε λυπάσαι, να σε σιχαίνεσαι. Κοιτάς το ρολόι. Πήγε 5 το πρωί. "Πάμε για ύπνο;", σου λέει κάποια στιγμή όταν δεν προχωρούσε άλλο η συζήτηση. "Άντε σήκω.", απαντάς αδιάφορα. Κάθεσαι λίγο στο laptop και χαζεύεις το τίποτα.
Ξαπλώνεις και σε παίρνει ο ύπνος. Ένας βαθιά ανήσυχος ύπνος. Μόνο περίεργα όνειρα...
Που λες πάει 3 το πρωί και για να μην κοιμηθείς ο εγκέφαλος σου περνάει από κόσκινο μόνος του. Και κάνεις μια ανασκόπηση για τις σχέσεις τις ζωής σου. Εκεί είναι που δεν κοιμάσαι. Ο Δ. ήταν πολύ μεγάλο καθίκι τελικά και χτυπιόμουνα χρόνια. Και ο Θ. για μπάτσες ήταν και ο Ν. πάλι και ο Ε. και ο Π. κ.ο.κ. Περιπτωσάρες μία και μία όλοι τους. Και λες γιατί ρε πούστη μου το μοναδικό κοινό που έχουν όλοι αυτοί να είναι εγώ; Αν είσαι ηλίθιος λες με κυνηγάνε οι μαλάκες. Αν το σκεφτείς λίγο διαφορετικά, λες μήπως τους κυνηγάω εγώ; Και κάπου εκεί φτάνεις στο σημείο τραγικής ειρωνίας να παραδέχεσαι κρυφά από μέσα σου: "Ο Μ. ήταν καλό παιδί και ο μόνος που με νοιάστηκε πραγματικά." Κι ήταν κι ο μόνος που χώρισες εσύ κι όχι αυτός εσένα. Κι εκεί καταλαβαίνεις ότι έχεις προβλήματα.
Ανάβεις ένα τσιγάρο να το σκεφτείς καθαρά. Γαμώ την έμπνευση, γαμώ. Όταν είσαι σε πλήρη επαγρύπνηση αρχίζουν και χάνονται οι λέξεις. Σαν να θέλουν να έρθουν μονάχα όταν δεν είσαι νηφάλιος. Αδειάζεις το ένα τασάκι μέσα στο άλλο γιατί βαριέσαι να σηκωθείς να πετάξεις τα σκουπίδια.Σε τυφλώνει και το φως από laptop, αλλά δεν ψήνεσαι να ανάψεις το φως να τα γράψεις σε χαρτί. Σταματάς. Ανάβεις το φωτιστικό για να βλέπεις να στρίβεις και να πατάς τα κουμπιά. Οδυνηρό είναι. Κάποτε ήσουν ένας άνθρωπος με ελπίδες και όνειρα. Τώρα δυσκολεύεσαι να πάρεις ανάσες και νομίζεις ότι φταίει το τσιγάρο. Και η νύχτα ξεδιπλώνεται ακόμα κι εσύ σκέφτεσαι τις λάθος επιλογές σου. Τι πήγε στραβά; Είσαι καλό παιδί καταβάθος.
Κάνει ζέστη. Πόσους βαθμούς παίζει να έχει έξω; Ανάβεις ένα κωλοανεμιστήρα της συμφοράς και τον βάζεις να σε φυσάει στα μούτρα. Έχεις ακόμα ψύξη από την προηγούμενη φορά που έκανες αυτή τη μαλακία, αλλά ζεσταίνεσαι ανελέητα. Σαν να παίρνουν φωτιά τα μπούτια σου όταν ακουμπάνε το ένα με το άλλο. Μήπως κάτι δεν διαχειρίζεσαι σωστά; Μήπως έπρεπε να φερθείς διαφορετικά; Γιατί ποτέ σε καμία σχέση δεν κατάφερες να είσαι ο εαυτός σου; Σηκώνεσαι για νερό. Πάλι ξέχασες να γεμίσεις μπουκάλια για το ψυγείο, το κέρατό σου.Βρίζεις από μέσα σου συνεχόμενα. "Γαμώ την πουτάνα μου, γαμώ! Εγώ φταίω. Φταίω που δέχομαι, που λυπάμαι, που νιώθω, που κάνω το μαλάκα, που δεν ήμουν ποτέ ικανή να εκδικηθώ."
Η λογοτεχνία σε κατέστρεψε. Κανένα βιβλίο δεν σε προετοίμασε ποτέ για τους ανεκπλήρωτους έρωτες, για τα απωθημένα που σου μένουν μέχρι να πεθάνεις, για τα μίση που σου τρώνε το κεφάλι, γιατί όλα μπορούν να πάνε στραβά. Όλα μιλούσαν για τη λύτρωση που έρχεται και που εσύ περιμένεις και δεν έρχεται ποτέ. Ανοίγει η πόρτα και βγαίνει μια αγουροξυπνημένη φίλη για το μεσονύχτιο κατούρημα. "Σε ενοχλώ; Κάνω φασαρία;", ακούστηκε η φωνή σου βραχνιασμένη και ξέπνοη. "Α, να χαθείς κόρακα. Με κοψοχόλιασες που κάθεσαι στα σκοτάδια. Όχι, ρε. Άραξε. Μια χαρά κοιμόμουνα." σου απάντησε χαλαρά. Όταν βγαίνει από την τουαλέτα σε καταλαβαίνει και ρωτάει τι έγινε. Προσπαθείς να της εξηγήσεις απλά, ενώ ταυτόχρονα ντρέπεσαι για τις σκέψεις που σε τρώνε.
Ακούς τον εαυτό σου να μιλάει και παραξενεύεσαι. Ακούγεσαι πολύ λογική και σου φαίνεται περίεργο να μιλάς τόσο ψύχραιμα σε σχέση με την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι. Θυμάσαι τα βράδια που ρωτούσες τον εαυτό σου αν σε σκέφτεται τώρα, που σκεφτόσουν αν θα έρθει ποτέ ξαφνικά. Αρχίζεις να σε λυπάσαι, να σε σιχαίνεσαι. Κοιτάς το ρολόι. Πήγε 5 το πρωί. "Πάμε για ύπνο;", σου λέει κάποια στιγμή όταν δεν προχωρούσε άλλο η συζήτηση. "Άντε σήκω.", απαντάς αδιάφορα. Κάθεσαι λίγο στο laptop και χαζεύεις το τίποτα.
Ξαπλώνεις και σε παίρνει ο ύπνος. Ένας βαθιά ανήσυχος ύπνος. Μόνο περίεργα όνειρα...