Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Ο Κωσταντής απήυδησε


Λύκους να φάει τα πρόβατα κι τσιάκαλους τα γίδια
Του Γκουώστα του λιβιντουνιό τουν έζουσαν τα φίδια
Γαλανουμάτα αγάπησι, την λιέγαν Λιμουνιά
Κι είχι απ' τα καλύτιρα μέσα στουν κόσμου μάτια
Για ιδέστι πώς τη γνώρισι την όμουρφη την κόρη
Ου Κουώστας πήρι πρόβατα, ιπήρι κι τα γίδια
Απκίθι στα ψηλά τα βνά κόσιηβι να βουσκήσι.
Νια μέρα ικεί ξιχάστηκι κι τουν ιπήρι ου ύπνους.
Τουν ξύπνησ' ου Αυγιρινός, τουν σήκουσιν η Πούλια
Μαύρ' είν' η νύχτα στα ιβονά, μαύρη σαν καλιακούδα
Κι ου Κουσταντής δεν ήθιλι ύπνου μι κανια 'ρκούδα.
Κίνησι κάτ' καττου χουριό, τα ζώα σαλαγούσι,
Κόρη είδ' ικεί μι του σταμνί στου λόγκου που γυρνούσι
"Οπούισι κόρη όμουρφη που πιρπατάς του γιόμα
  Ιδώ είνι κλιέφτις κι στοιχειά του λόγκου δε φουβάσι;
  Σι ποιό χουριό είν' του σπίτι σου κι πούθινις κοιμάσι;"
"Του δρόμου η έρμη έχασα κι πιρπατάου αλάργα
  Ικεία είν' του σπίτι μου κι στην Απάνου Κάργα"
"Αφήνου ιδώ τα πρόβατα, απαρατάου τα γίδια
  Μι σένα παίρνου του στρατί στου σπίτισ' να σι πάου
  Τα γαλανά τα μάτιασ' δε χόρτασα να κτάου"
Ιπήραν τστράτα ντγκαλή, του χουρταρένιου δρόμου,
Του μουνουπάτι πόβγαζι μες στην Απάνου Κάργα
Σ' όλου του δρόμου έπιζαν, μαζί χασκουγιλούσαν
"Σαν πώς σι λεν στου όνουμα όμουρφου παλικάρι;"
"Κώστα μι λένι τα πιδιά." "Κι μένα Λιμουνίτσα"
"Μ' άντρις γιμίειζ τα σταμνιά;" "Τς κουπέλις ινουούσα!"
"Ποιανού είσι συ ουρέ κουπιλιά κι τίνους θυγατέρα;"
"Η Λάμπραινα είν' η μάνα μου, του Λάμπρου έχου πατέρα"
"Αυτό κατάλαβα κι γω, γιατί τους είπις χώρια;"
"Ου κύρησμ' είνι στγκζινιτιά, ου κύρησμ' είν' στα ξένα
  Γναίκα άφκι πίσου κι πιδί, τη μάνα μου κι μένα
  Για πέσμ κι συ για του χουριόσ κι του δικόσ του σπίτι"
"Ιγώ είμ' απού του δώθι βνό κι απού του Πιριστέρι
 (Κουντά είμιστι -σκέφτηκι- για να σι κάμου ταίρι)
  Βασίλου λεν τη μάνα μου κι Σταύρου του μπατέρα
  Δρόμου πουλύ αφήσαμαν, θα πάμι παραπέρα;"
"Ιδώια είν' του σπίτι μου, του νους μη σκουτουριάειζ
  Στη μάνα σου πριν του φαϊ λουγάου να προυφτάεις
  Ιδώ πρεπ' να χουρίσουμι, να σι καληνυχτίσου
  Κι άμα θα 'νάρς ξανά τσιαδώ, σι ματασυναντήσου"
"Καληνυχτίζου ουγλήγουρα, τα ζώα να προυγκήσου
  Κουσιή του δρόμου στου γιουφύρ' να πάου πάλι πίσου
  Μα τα γαλάζια μάτιασ δε θα τα λησμουνίσου"
Χαρά εικιός ου Κουσταντής ντγκουπέλα σαν ιβρήκι
Στζ μπαξιέδις κλουτσαμπήδαγι, στα ζουντανά ρικάζ:
"Ιγώ θα πάρου τ Λιμουνιά ου κόσμους να χαλάσ' !"
Πιτάχκι όξου η μάνα του " Τ' έπαθις Κουσταντή μου;
  Βρουντάν τα τοίχια κι τα βνά, γιατί ρικάειζ πιδί μου;"
"Μάναμ καλή αγάπησα τς Λάμπρινας ντγκουπέλα
  Του γκόλου της σαν ίγλιπα μσκώνουνταν η φστανέλα
  Αν δεν την πάρου μάνα μου δεν παίρνου άλλη καμία"
"Φρόνιμους είσι Κουσταντή μ' άσκημα τώρα κρένεις
  Να σι χαρίσ' η Παναϊά, παράτα τ Λιμουνίτσα
  Τ Ζουϊτσα πέρ' απ' του Καστρί ου Σταύρους σπρουξινέβ
  Πόχει πατέρα μι λιφτά κι μάνα μι τα σπίτια
  Πόχουν τρακόσια πρόβατα κι πιντακόσια γίδια
  Ικείν να πάρς Κουστάκη μου που τς θέλουμι τς παράδις
  Μ' αφνούς να συγγινέψουμι πούνι στς καλές τς αράδις
  Κλείσι τα γίδια στου μαντρί κι κόπιασι στου σπίτι
  Σ' όχου γιαπράκια κι ντδιαγούρτ κι ιλιές για να χουρτάεις
  Σ' όχου του στρώμα μαλακό να πέεις να ξαπουστάεις"
Βαριαγκουμήθκι ου Κουσταντής σαν άκσι τα μαντάτα
Κι κβέντα μπιτ δεν έκρινι σαν έκατσι στην τάβλα
Κι ούτι τα μάτιατ σφάλισι σαν πήγι ν' ακουμπήσ.
Ν' άλλη μέρα απού τ' απουταχύ ίβρηκι του μπατέρατ
Αλλά κι εικιός ου καψιρός πάλι τα ίδια του 'πι:
"Αφού μας γλιέπς πιδάκι μου, μας έφαγιν η ψείρα
  Παρά ιμείς δεν έχουμι ούτι στουν ήλιου μοίρα
  Σήμιρα πάου στου Καστρί του μπιθιρός ναζ δείξου
  Κι στη νυφούλασ' την καλή να σ' ουμουρφουλουγήσου"
"Πατέρα ιγώ δεν έρχουμι κι ούτι πθινά παϊένου
  Στου κρίμα ισύ δε μι βλουγάς κι μένα του γκαημένου;
  Νια Λιμουνίτσα αγάπησα απ'τα χρυσά κουρίτσια
  Για νύφ' αυτήν δεν είν' καλά να πιάσου μι ναγκλίτσα;
  Πατέρα πια μιγάλουσα κι έγινα παλικάρ'. "
"Αλλά του νους δε σύμμαεις ωρέ παλιουζαγάρ"
"Μι του στριμμένου τ' άντιρου μουδέ παντρουλουγιέμι
  Σα γρούν η φάτσα τς έγινι να μην τα ξαναλιέμι"
"Θα νάρθεις πέρα θες δε θες κι μη μι νιβριάειζ
  Του γάμου κι του προυξινιό μ' αφνούς δέαμ χαλάεις"
"Δεν έρχουμι, δεν έρχουμι" "Θα νάρς, θα νάρς, θα νάρς"
"Φεύγου θα πάου απάν στα βνά, κατόπι μη μι πάρς"
"Σταύρου πού πάει του πιδί;" "Κάτσι κι μη σκανιάειζ,
  Άμα βαρέσει του βιουλί, σπίτ θα γυρίσ' να φάει"
Ου Κώστας δρόμου ικόσηψι κι έφτασι στου πουτάμ
Ιβρήκι ικεί τα πρόβατατ απκάτ από 'ναν ίσκιου
Αντάμουσι κι τ Λιμουνιά, κι αυτήν ικεία τν ήταν
"Είδα τα πρόβατα απαχπάν κι συ πθινά δεν ήσαν"
"Άσι πού ήμαν κι έλα δω να κάτσουμι αντάμα
  Σι χάλιηψα, μι χάλιηψις κι βρέθκαμαν στου κάμα"
Βάλαν του γκόλου τς καταή κι ξάπλουσαν στου χώμα
Τα σκλιά όταν αλύχταγαν ικεί τς ήταν ακόμα
Σκώθκαν, καληνύχτισαν κι τφίλση μες στμπάλα
Κι τότι μπήκι ου νους τπιδιού ουλότιλα στν αντράλα.
Σα γύρναϊ πίσου τό' κουψι κι θμήθκι ντ κουτσακέλα
Η μάνατ τν ήταν μαναχή, ου κύρστ τουν ήταν πέρα.
Αμίληγους έπιη κι έφαγι κι έπισι ν' ακουμπής
Προυϊ άκσι του μπατέρα του σαν έμπινι στου σπίτι.
Λίγου σαν έπισ' η δρουσιά κι σκώθκι αγάλι-αγάλι
Κίνση στου δρόμου του χλουρό να πάει στα γίδια πάλι.
Ντ κουπέλα πάλι ίβρηκι, κι μες σι μια βδουμάδα
Στα πρόβατα δε μπάινι μ' άφκιαστη καφαϊάδα
Ου ένας μήνας πέρασι χουρίς να καταλάβ
Τίπουτας δε ντ φανέρουνι τι του' χι να προυλάβ.
Νια μέρα πώς κι του 'ρθι αφνού κι γύρσι του μισμέρ
Κλαρίνα βάργαν μακριά κι πανηγύρ γινόταν.
Σαν πάει, κουσμουχαλασιά κι ου χουρός σιρνόταν.
"Για στάκατις ωρές πιδί κι τίνους είν' του γλέντι;"
"Παντρεύιτι ου σταυραϊτός μι ν' άσπρη ντ πιριστέρα
  Ου Κουσταντής του Σταύρου ου γιος μι τ Λία τ θυγατέρα"
Απήυδησι ου Κουσταντής κι αμπήδσι απάν ζντάβλα
"Βαστάτι κόρις τα προικιά κι σεις πιδιά τα δώρα
  Εικιό που του 'χα να σας που θα σας του κρίνου τώρα
  Ιγώ τη Λίτσα αγαπώ, τη Λίτσα θε να πάρου
  Κι αν δεν τη μπάρου μάνα μου θα παντριφτού του Χάρου"
Πέταξι ου πατέρας του πέρα τα κρασουπότρα.
"Κώστα τί κβέντις είν' αυτές κι τί βαριές κατάρις;
  Ζουϊτσα λεν τη νύφη σου, εικήν ικεί θα πάρεις
  Δε γλιέπς τί γλέντια στέριουσι για σένα ου πιθιρόςς;"
"Ου Λάμπρους είν' ου πιθιρόζμ κι ου Λίας είν' ου θκόςς."
"Ου Λιάκους ήρθι, είνι δω, ου Λάμπρους είν' στα ξένα..."
"Γλέντια σαν ματακάνιτι, λουγιάστι μι κι μένα
  Ιγώ παντρεύου τα παδιά τους δίνου την ιφκή μου
  Κι πανηγύρι γένιτι πέρα στου σπιτικό μου.
  Έφιρα είκουσ πρόβατα, σαρανταπέντι ζγούρια
  Τώρα που γύρσα απ' γκζινιτιά κι βήκα απ' τα παλιούρια
  Η κόρη μου παντρεύϊτι, βρουντήστι τα κουμπούρια
  Χουρέψτι ουραία νιες κι νιοί, βαρείτι σιες κλαρίνα
  Κι ισύ καλέ μου ζμπέθιρι κόπιασι στου χουριόμ
  Ό,τ' έχου τώρα απάν στη γης είνι κι θκός κι θκόμ
  Του γλέντι μήν αφήσιτι κι τα κουψίδια φάτι
  Κι μένα του ζουρλό παππού μην κάθιστι κι τράτι.
  Κι αύριου τ' απόγιμα απάν στουν Αϊ-Νικόλα
  Γάμου τρανό θα κάνουμι να ζήσουν τα παδιά μας
  Κι μεις να καμαρώνουμι μες στα γιράματά μας.
Κι έτσι όπους του 'πι έγινι, βρουντήσαν οι καμπάνις
Χασκουγιλάν οι μουρφουνιές κι κλαιν οι δυο οι μάνις
Κι άμα θα μιγαλώσιτι κι βρείτι ντγκουπιλιά σας
Ιμείς ιφκή θα δώσουμι, να 'ρθούμι κι στα θκα σας!



Σημείωση: Το συγκεκριμένο ποίημα δεν είναι δικό μου. Το έγραψε ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο και αξίζει να το δημοσιεύσω γιατί είναι απλά υπέροχο. Είναι γραμμένο σε ιαμβικό 15σύλλαβο.