Ήταν ανυπόφορο. Μια η ζέστη, μια τα κουνούπια, μια οι
φωνές από την πέρα γειτονιά. Ο Τάκης σηκώθηκε από τον καναπέ και έσυρε τα πόδια
του μέχρι την πολυθρόνα της αυλής, με την ελπίδα να φυσήξει λίγο ώστε να
στεγνώσει ο ιδρώτας που έκανε τη μπλούζα του να κολλάει πάνω στο κορμί του. Δεν
του άρεσε το χωριό του πατέρα του το καλοκαίρι. Είχε υγρασία και αποπνικτική
ζέστη, σαν να ήθελε ο τόπος να ψοφήσεις γλιτσιασμένος και πνιγμένος στον ίδιο
σου τον ιδρώτα. Προτιμούσε το χωριό της μάνας του που ήταν σε υψόμετρο και τα
βράδια έκανε λίγο κρύο, πράγμα που έκανε τον ύπνο πιο ανεκτική διαδικασία.
Επιπλέον, του άρεσε να κόβει βόλτες στο δασάκι πίσω από την παλιά εκκλησία ή
ακόμα και μέσα στο χωριό, αφού χειμώνα-καλοκαίρι είχε ελάχιστους κατοίκους και εκείνος
εκτιμούσε απίστευτα την ησυχία. Ήταν σαν να σταματούσε ο χρόνος, σαν να
σταματούσε ο κόσμος να προχωρά μόνο για κείνον και τη σκέψη του.
Εδώ ήταν αλλιώς. Τα τελευταία χρόνια, το μικρό χωριουδάκι
του πατέρα του είχε παραμεγαλώσει. Οικογένειες έρχονταν να μείνουν και τα παλιά
εξοχικά έγιναν πλέον μόνιμες κατοικίες αρκετών. Άρχισαν να γεννάνε κουτσούβελα
και να χτίζονται σπίτια που σίγουρα τα επόμενα χρόνια θα έφταναν στη γειτονική
πόλη και το χωριό θα μετατρεπόταν σε ένα απλό προάστιο. Η φασαρία από τα
παρακμιακά νυχτερινά μαγαζιά, όχι μόνο δεν τον προσέλκυαν, αλλά έφταναν μέχρι
την αυλή του και τον ενοχλούσαν ακόμα περισσότερο. Δεν ήταν άνθρωπος που θα
ξεσάλωσε ξενυχτώντας και πίνοντας. Περνούσε τα βράδια παίζοντας μπιρίμπα με
τους ελάχιστους φίλους του και πίνοντας φτηνιάρικες μπύρες από το περίπτερο. Ο
Τάκης είχε ξεσυνηθίσει το ποτό κι έτσι σπάνια δεχόταν να πιει δεύτερη μπύρα.
Είχε αποφασίσει να αφήσει όλες τις καταχρήσεις πίσω στην πόλη, τουλάχιστον για
το διάστημα που θα έμενε στο χωριό. Ωστόσο, καθόταν αρκετά αργά και έπαιζε. Η
τράπουλα ήταν από τις μικρές και άκακες αδυναμίες του.
Απόψε δεν είχε παρέα. Δεν ήθελε κιόλας κανέναν. Σκεφτόταν
να πάει για περπάτημα, αλλά του φαινόταν άθλος ολόκληρος να σηκωθεί από την
πολυθρόνα για να πάει να ντυθεί. Η ζέστη τον είχε ρίξει σε έναν δικαιολογημένο,
αλλά άδικο λήθαργο.
«Δεν πρόκειται να φυσήξει. Σήκω να πάμε καμια βόλτα»,
ακούστηκε μια φωνή από πίσω του. Ο Νίκος συνήθισε να τον τρομάζει έτσι, σε
στιγμές που είχε χαλαρώσει τελείως και πίστευε ψευδώς πως ήταν μόνος σε ακτίνα
πολλών χιλιομέτρων.
«Πότε θα το κόψεις αυτό; Θα πάθω τίποτα καμια μέρα. Κάτσε,
βαριέμαι να σηκωθώ».
«Δεν παίζει να σε αφήσω πάλι εκεί να σαπίσεις. Σήκω,
περιμένουν οι άλλοι. Το έχουν ήδη στήσει», αποκρίθηκε ανένδοτος. Ο Τάκης δεν
μπορούσε να αντισταθεί σε μια πρόσκληση για χαρτί και σηκώθηκε, έστω και με
δυσκολία για να ντυθεί. Σε δύο λεπτά, είχε φορέσει μια λιωμένη φόρμα κι ένα
ζευγάρι τριμμένα αθλητικά. Δεν παιδευόταν ποτέ να ντυθεί στο χωριό γιατί πάντα
είχε την εντύπωση ότι ήταν μέσα στο σπίτι του, ακόμα κι όταν βρισκόταν στο
παρκάκι πίσω από το παλιό δημοτικό που το στήνανε συνήθως. Σε λίγη ώρα, είχαν
διασχίσει το μισό χωριό, πέρασαν από την εκκλησία, στρίψανε πίσω από το σχολείο
και βρέθηκαν σε ένα παρατημένο παρκάκι που στην άκρη του βρισκόταν ένα
μεταλλικό τραπέζι, από εκείνα που είχαν παλιά τα καφενεία, και δύο τύπους
καθισμένους με ανεβασμένα τα πόδια στο τραπεζάκι. Κάπνιζαν συνεταιρικά ένα
χοντρό και μυρωδάτο τσιγάρο. Ο Μίλτος και ο Χάρης δεν ήταν αυτό που θα έλεγες,
καλά παιδιά. Ήταν τα παιδιά εκείνα που κάθε γονιός λέει στο παιδί του να
αποφεύγει.
«Τον βρήκατε το δρόμο; Περιμένουμε κανα μισάωρο εδώ
πέρα.», είπε ο ψηλότερος από τους δύο καθώς έδινε το τσιγάρο στο διπλανό του.
Μύρισε τον αέρα και ξίνισε τα μούτρα. »Αυτή η μυρωδιά από τα δέντρα μου θυμίσει
χύσια. Στρώστε τον κώλο σας, έχουμε ήδη μοιράσει.»
«Σου γαμούσα τη γκόμενα, γι’ αυτό άργησα, Μιλτάκο», του
απάντησε κοροϊδευτικά ο Νίκος.
Ο Τάκης πλησίασε και κάθισε ανάμεσά τους με το Νίκο απέναντί
του. Μετά από δύο παρτίδες και τρία μυρωδάτα τσιγάρα, ο Τάκης δεν μπορούσε άλλο
να συγκρατηθεί. Είχε ζαλιστεί κάμποσο από τα ντουμάνια, αλλά δεν είχε πάρει
τσιγάρο στα χέρια του. Ζήτησε το τσιγάρο από τα χέρια του ζαλισμένου Μίλτου και
ρούφηξε βαθιά. Ήταν ένα γνώριμο συναίσθημα, αλλά λίγο διαφορετικό. Ήξερε ότι
πλέον δεν θα κρατούσε άλλο την υπόσχεση του να περιορίσει τις καταχρήσεις του,
αλλά δεν τον ενοχλούσε τόσο. Ο Τάκης πίστευε ότι οι καταχρήσεις έχουν ηλικία
και διάρκεια. Ήξερε βαθιά μέσα του ότι κάποια στιγμή στη ζωή του θα γινόταν ο
συμβατικός τυπάκος με οικογένεια και παιδιά, με μια κανονική δουλειά κι ένα
συνηθισμένο οικογενειακό αυτοκινητάκι. Αλλά αυτή η ώρα αργούσε ακόμα, οπότε
περνούσε τις μέρες του όπως γούσταρε.
Ύστερα τις είδε. Η Άννα και η Δώρα ήταν οι μοναδικές
κοπέλες στην ηλικία του στο χωριό. Έμεναν μόνιμα στη διπλανή πόλη πλέον. Μετά
τις σπουδές γύρισαν πίσω για λίγο –όπως έλεγαν- και ξέμειναν. Συγκατοικούσαν σε
ένα δυάρι κοντά στο κέντρο, μιας και δεν άντεχαν στην ιδέα να ζήσουν ξανά με
γονείς. Είχαν ανοίξει ένα λογιστικό γραφείο εδώ και 5-6 χρόνια και δούλευαν
μαζί.
«Θα μας κάνετε την τιμή να το διαλύσετε να πάμε για
ποτό;», τους φώναξε η Άννα πριν ακόμα φτάσει κοντά στο τραπεζάκι. »Και να
ξέρετε ότι βρωμάει ο τόπος.»
Παίξανε ακόμα μια παρτίδα και σηκώθηκαν να φύγουν. Ο Τάκης
έστριψε ένα τσιγάρο για την πάρτυ του και τους έδιωξε με τη δικαιολογία ότι δεν
είχε λεφτά, αφού πρώτα τους ευχήθηκε καλή διασκέδαση. Έτσι, έμεινε και πάλι
μόνος του κοιτώντας τα ακίνητα δέντρα και τον καθαρό ουρανό. Ευχόταν από μέσα
του να βρέξει για να δροσιστεί, αλλά δεν ήθελε και να φύγει από το πάρκο μιας
και δεν είχε κανένα υπόστεγο. Συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει το κινητό του
στο σπίτι κι έτσι άναψε το τσιγάρο και άρχισε να παίζει με ένα παμπάλαιο μπεγλέρι
που είχε μόνιμα στην τσέπη του από τότε που θυμάται τον εαυτό του.
«Ήταν που θα το έκοβες», ψιθύρισε μια φωνή στο αυτί του
που τον έκανε να αναπηδήσει από τρομάρα. Ήταν η Βανέσσα ή αλλιώς «το μικρό»,
όπως τη φώναζε για να την τσιτώσει. Ήταν δύο χρόνια μικρότερη του και μόλις
είχε τελειώσει μια σχολή δημοσιογραφίας. Μια όμορφη, μελαχρινή κοπέλα με αεράτα
μυαλά. Ονειρευόταν να πάρει μια στήλη σε ένα διεθνές περιοδικό και να γράφει
για κάθε τι άλλο πέρα από τη βαρετή καθημερινή πραγματικότητα.
«Τι τα θες, μικρό. Είναι για να μην σκέφτομαι τη ζέστη.»,
της είπε και της έπιασε το χέρι για να τη φέρει κοντά του, νιώθοντας το μέσα
στο δικό του θερμό και χαλαρό. Της πρόσφερε το τσιγάρο, ενώ εκείνη καθόταν
δίπλα του. Μιλούσαν για ώρα, αφού είχαν να ειδωθούν περίπου 4 χρόνια, από τότε
που εκείνη είχε φύγει για τη σχολή στην Αγγλία. Εκείνη του μίλησε για το
Λονδίνο, για τους έρωτές της εκεί, για τις τρέλες, τα ξενύχτια και τα όνειρα
που είχε για δουλειά. Όσο εκείνη μιλούσε εκείνος της χάιδευε την καμπύλη του
λαιμού της και όταν ένιωσε ότι η ένταση είχε καλμάρει, την φίλησε. Εκείνη δεν
κατάλαβε πως το χέρι της έφτασε στο στήθος του κι εκείνος δεν το άφησε να
χαθεί, αλλά την έπιασε από τον καρπό και την οδήγησε κατά μήκος του σώματός του.
Σε λίγα λεπτά είχαν ήδη ξαπλώσει στο χώμα.
Στο δρόμο του γυρισμού άρχισε να φυσάει λίγο, οπότε και
χαμογέλασε με τον εαυτό του που ως και ο καιρός του φερόταν καλά. Είχε καιρό να
γαμήσει στο ύπαιθρο και σκέφτηκε πως η διαδικασία του άρεσε ιδιαίτερα καθώς
σνίφαρε τη μουνίλα στα δάχτυλά του. Θεώρησε πως οι άλλοι θα γυρνούσαν ξημέρωμα
και δεν είχε καμία όρεξη να τους περιμένει, οπότε και κοιμήθηκε εύκολα και
βαθιά μέχρι το επόμενο πρωί.
Υ.Γ.: Το ξέρω ότι πάλι άργησα να ανεβάσω κείμενο. Ξέρω, επίσης, ότι είχα υποσχεθεί άλλο είδος κειμένου. Απλά προέκυψε μια όμορφη έμπνευση. Ίσως κάποια στιγμή ξαναδείτε κάποια από τις περιπέτειες του ήρωα "Τάκη"...