Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Ονειδίζεις;

Είναι μύθος αυτό που λένε ότι  αν σ’αγαπάει κάποιος δεν πρόκειται να σε πληγώσει. Ίσα-ίσα το πιθανότερο είναι να σε πληγώσει. Έχει πάτημα, έχει ελευθερίες, έχει δικαιώματα. Και όταν έχεις κάτι από αυτά, ξεχνιέσαι και πατάς λίγο παραπέρα, λίγο περισσότερο. Από συνήθεια...
Κάποιος δεν μιλούσε και τον θάψαν ζωντανό, λέει ο λαός. Ντροπή. Εν + τρέπω: κατευθύνω προς τα μέσα, στρέφω στον εαυτό μου. Μια τάση για κάλυψη -κυριολεκτική ή μεταφορική, σαν ένδειξη αίσθησης υπερβολικής δημόσια επίδειξης. Αίσχος, όνειδος. Η ψυχαναλύτρια Helen B. Lewis υποστήριξε ότι: «Η εμπειρία της ντροπής αφορά άμεσα τον εαυτό, που είναι και το επίκεντρο και της αξιολόγησης». Δεν επικεντρώνεσαι στην πράξη (Αυτό είναι η ενοχή. Άλλο πράγμα!). Η ντροπή είναι ένα οδυνηρό συναίσθημα για τον εαυτό ενός ανθρώπου ως πρόσωπο.
Δεν ξέρω αν ποτέ ένιωσες κάτι, αν με κατάλαβες. Δεν έμαθα ποτέ τι πίστεψες.  Απλά μερικές φορές με πιάνουν χωρίς λόγο τα κλάματα. Ή τουλάχιστον για ένα λόγο που δεν έχω προσδιορίσει ακόμα. Κι ενώ δεν θα πρεπε να είμαι εγώ εκείνη που ντρέπεται, το κατάφερες κι αυτό. Δεν δικαιολογήθηκα ποτέ, δεν εξήγησα ποτέ κι όμως, δικάστηκα. Δικάστηκα για σημεία και τέρατα, για στοιχειά που δεν γνώρισα ποτέ. Ξέχασα την ψυχική μου ηρεμία κι ένας κόμπος άλυτος έμεινε από σένα. Δεν ήμουν σίγουρη για το τι έκανα τότε, αλλά νομίζω ότι επέκτεινα τον εαυτό μου υπερβολικά σαν μια χορδή έτοιμη να κοπεί. Θέλει προπόνηση να μάθω να πέφτω, αντί να κρατώ επίμονα ισορροπία.
Αυτό που με πειράζει περισσότερο είναι ότι τράφηκε πολύς κόσμος από την ψυχή μου. Κι εγώ συγχώρεσα πολλά...
Αυτές οι γνώσεις είναι μία προσφορά, σαν ένα μικρό φως. Και αυτή η προσφορά δεν ανταποκρίνεται σε καμία εγωιστική σκοπιμότητα.

Υ.Γ.: Πάντα υπόσχομαι ότι θα γράψω κάτι και τελικά καταλήγω να μιλάω για κάτι άσχετο. Πρέπει να σταματήσει αυτό.

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Ο Κωσταντής απήυδησε


Λύκους να φάει τα πρόβατα κι τσιάκαλους τα γίδια
Του Γκουώστα του λιβιντουνιό τουν έζουσαν τα φίδια
Γαλανουμάτα αγάπησι, την λιέγαν Λιμουνιά
Κι είχι απ' τα καλύτιρα μέσα στουν κόσμου μάτια
Για ιδέστι πώς τη γνώρισι την όμουρφη την κόρη
Ου Κουώστας πήρι πρόβατα, ιπήρι κι τα γίδια
Απκίθι στα ψηλά τα βνά κόσιηβι να βουσκήσι.
Νια μέρα ικεί ξιχάστηκι κι τουν ιπήρι ου ύπνους.
Τουν ξύπνησ' ου Αυγιρινός, τουν σήκουσιν η Πούλια
Μαύρ' είν' η νύχτα στα ιβονά, μαύρη σαν καλιακούδα
Κι ου Κουσταντής δεν ήθιλι ύπνου μι κανια 'ρκούδα.
Κίνησι κάτ' καττου χουριό, τα ζώα σαλαγούσι,
Κόρη είδ' ικεί μι του σταμνί στου λόγκου που γυρνούσι
"Οπούισι κόρη όμουρφη που πιρπατάς του γιόμα
  Ιδώ είνι κλιέφτις κι στοιχειά του λόγκου δε φουβάσι;
  Σι ποιό χουριό είν' του σπίτι σου κι πούθινις κοιμάσι;"
"Του δρόμου η έρμη έχασα κι πιρπατάου αλάργα
  Ικεία είν' του σπίτι μου κι στην Απάνου Κάργα"
"Αφήνου ιδώ τα πρόβατα, απαρατάου τα γίδια
  Μι σένα παίρνου του στρατί στου σπίτισ' να σι πάου
  Τα γαλανά τα μάτιασ' δε χόρτασα να κτάου"
Ιπήραν τστράτα ντγκαλή, του χουρταρένιου δρόμου,
Του μουνουπάτι πόβγαζι μες στην Απάνου Κάργα
Σ' όλου του δρόμου έπιζαν, μαζί χασκουγιλούσαν
"Σαν πώς σι λεν στου όνουμα όμουρφου παλικάρι;"
"Κώστα μι λένι τα πιδιά." "Κι μένα Λιμουνίτσα"
"Μ' άντρις γιμίειζ τα σταμνιά;" "Τς κουπέλις ινουούσα!"
"Ποιανού είσι συ ουρέ κουπιλιά κι τίνους θυγατέρα;"
"Η Λάμπραινα είν' η μάνα μου, του Λάμπρου έχου πατέρα"
"Αυτό κατάλαβα κι γω, γιατί τους είπις χώρια;"
"Ου κύρησμ' είνι στγκζινιτιά, ου κύρησμ' είν' στα ξένα
  Γναίκα άφκι πίσου κι πιδί, τη μάνα μου κι μένα
  Για πέσμ κι συ για του χουριόσ κι του δικόσ του σπίτι"
"Ιγώ είμ' απού του δώθι βνό κι απού του Πιριστέρι
 (Κουντά είμιστι -σκέφτηκι- για να σι κάμου ταίρι)
  Βασίλου λεν τη μάνα μου κι Σταύρου του μπατέρα
  Δρόμου πουλύ αφήσαμαν, θα πάμι παραπέρα;"
"Ιδώια είν' του σπίτι μου, του νους μη σκουτουριάειζ
  Στη μάνα σου πριν του φαϊ λουγάου να προυφτάεις
  Ιδώ πρεπ' να χουρίσουμι, να σι καληνυχτίσου
  Κι άμα θα 'νάρς ξανά τσιαδώ, σι ματασυναντήσου"
"Καληνυχτίζου ουγλήγουρα, τα ζώα να προυγκήσου
  Κουσιή του δρόμου στου γιουφύρ' να πάου πάλι πίσου
  Μα τα γαλάζια μάτιασ δε θα τα λησμουνίσου"
Χαρά εικιός ου Κουσταντής ντγκουπέλα σαν ιβρήκι
Στζ μπαξιέδις κλουτσαμπήδαγι, στα ζουντανά ρικάζ:
"Ιγώ θα πάρου τ Λιμουνιά ου κόσμους να χαλάσ' !"
Πιτάχκι όξου η μάνα του " Τ' έπαθις Κουσταντή μου;
  Βρουντάν τα τοίχια κι τα βνά, γιατί ρικάειζ πιδί μου;"
"Μάναμ καλή αγάπησα τς Λάμπρινας ντγκουπέλα
  Του γκόλου της σαν ίγλιπα μσκώνουνταν η φστανέλα
  Αν δεν την πάρου μάνα μου δεν παίρνου άλλη καμία"
"Φρόνιμους είσι Κουσταντή μ' άσκημα τώρα κρένεις
  Να σι χαρίσ' η Παναϊά, παράτα τ Λιμουνίτσα
  Τ Ζουϊτσα πέρ' απ' του Καστρί ου Σταύρους σπρουξινέβ
  Πόχει πατέρα μι λιφτά κι μάνα μι τα σπίτια
  Πόχουν τρακόσια πρόβατα κι πιντακόσια γίδια
  Ικείν να πάρς Κουστάκη μου που τς θέλουμι τς παράδις
  Μ' αφνούς να συγγινέψουμι πούνι στς καλές τς αράδις
  Κλείσι τα γίδια στου μαντρί κι κόπιασι στου σπίτι
  Σ' όχου γιαπράκια κι ντδιαγούρτ κι ιλιές για να χουρτάεις
  Σ' όχου του στρώμα μαλακό να πέεις να ξαπουστάεις"
Βαριαγκουμήθκι ου Κουσταντής σαν άκσι τα μαντάτα
Κι κβέντα μπιτ δεν έκρινι σαν έκατσι στην τάβλα
Κι ούτι τα μάτιατ σφάλισι σαν πήγι ν' ακουμπήσ.
Ν' άλλη μέρα απού τ' απουταχύ ίβρηκι του μπατέρατ
Αλλά κι εικιός ου καψιρός πάλι τα ίδια του 'πι:
"Αφού μας γλιέπς πιδάκι μου, μας έφαγιν η ψείρα
  Παρά ιμείς δεν έχουμι ούτι στουν ήλιου μοίρα
  Σήμιρα πάου στου Καστρί του μπιθιρός ναζ δείξου
  Κι στη νυφούλασ' την καλή να σ' ουμουρφουλουγήσου"
"Πατέρα ιγώ δεν έρχουμι κι ούτι πθινά παϊένου
  Στου κρίμα ισύ δε μι βλουγάς κι μένα του γκαημένου;
  Νια Λιμουνίτσα αγάπησα απ'τα χρυσά κουρίτσια
  Για νύφ' αυτήν δεν είν' καλά να πιάσου μι ναγκλίτσα;
  Πατέρα πια μιγάλουσα κι έγινα παλικάρ'. "
"Αλλά του νους δε σύμμαεις ωρέ παλιουζαγάρ"
"Μι του στριμμένου τ' άντιρου μουδέ παντρουλουγιέμι
  Σα γρούν η φάτσα τς έγινι να μην τα ξαναλιέμι"
"Θα νάρθεις πέρα θες δε θες κι μη μι νιβριάειζ
  Του γάμου κι του προυξινιό μ' αφνούς δέαμ χαλάεις"
"Δεν έρχουμι, δεν έρχουμι" "Θα νάρς, θα νάρς, θα νάρς"
"Φεύγου θα πάου απάν στα βνά, κατόπι μη μι πάρς"
"Σταύρου πού πάει του πιδί;" "Κάτσι κι μη σκανιάειζ,
  Άμα βαρέσει του βιουλί, σπίτ θα γυρίσ' να φάει"
Ου Κώστας δρόμου ικόσηψι κι έφτασι στου πουτάμ
Ιβρήκι ικεί τα πρόβατατ απκάτ από 'ναν ίσκιου
Αντάμουσι κι τ Λιμουνιά, κι αυτήν ικεία τν ήταν
"Είδα τα πρόβατα απαχπάν κι συ πθινά δεν ήσαν"
"Άσι πού ήμαν κι έλα δω να κάτσουμι αντάμα
  Σι χάλιηψα, μι χάλιηψις κι βρέθκαμαν στου κάμα"
Βάλαν του γκόλου τς καταή κι ξάπλουσαν στου χώμα
Τα σκλιά όταν αλύχταγαν ικεί τς ήταν ακόμα
Σκώθκαν, καληνύχτισαν κι τφίλση μες στμπάλα
Κι τότι μπήκι ου νους τπιδιού ουλότιλα στν αντράλα.
Σα γύρναϊ πίσου τό' κουψι κι θμήθκι ντ κουτσακέλα
Η μάνατ τν ήταν μαναχή, ου κύρστ τουν ήταν πέρα.
Αμίληγους έπιη κι έφαγι κι έπισι ν' ακουμπής
Προυϊ άκσι του μπατέρα του σαν έμπινι στου σπίτι.
Λίγου σαν έπισ' η δρουσιά κι σκώθκι αγάλι-αγάλι
Κίνση στου δρόμου του χλουρό να πάει στα γίδια πάλι.
Ντ κουπέλα πάλι ίβρηκι, κι μες σι μια βδουμάδα
Στα πρόβατα δε μπάινι μ' άφκιαστη καφαϊάδα
Ου ένας μήνας πέρασι χουρίς να καταλάβ
Τίπουτας δε ντ φανέρουνι τι του' χι να προυλάβ.
Νια μέρα πώς κι του 'ρθι αφνού κι γύρσι του μισμέρ
Κλαρίνα βάργαν μακριά κι πανηγύρ γινόταν.
Σαν πάει, κουσμουχαλασιά κι ου χουρός σιρνόταν.
"Για στάκατις ωρές πιδί κι τίνους είν' του γλέντι;"
"Παντρεύιτι ου σταυραϊτός μι ν' άσπρη ντ πιριστέρα
  Ου Κουσταντής του Σταύρου ου γιος μι τ Λία τ θυγατέρα"
Απήυδησι ου Κουσταντής κι αμπήδσι απάν ζντάβλα
"Βαστάτι κόρις τα προικιά κι σεις πιδιά τα δώρα
  Εικιό που του 'χα να σας που θα σας του κρίνου τώρα
  Ιγώ τη Λίτσα αγαπώ, τη Λίτσα θε να πάρου
  Κι αν δεν τη μπάρου μάνα μου θα παντριφτού του Χάρου"
Πέταξι ου πατέρας του πέρα τα κρασουπότρα.
"Κώστα τί κβέντις είν' αυτές κι τί βαριές κατάρις;
  Ζουϊτσα λεν τη νύφη σου, εικήν ικεί θα πάρεις
  Δε γλιέπς τί γλέντια στέριουσι για σένα ου πιθιρόςς;"
"Ου Λάμπρους είν' ου πιθιρόζμ κι ου Λίας είν' ου θκόςς."
"Ου Λιάκους ήρθι, είνι δω, ου Λάμπρους είν' στα ξένα..."
"Γλέντια σαν ματακάνιτι, λουγιάστι μι κι μένα
  Ιγώ παντρεύου τα παδιά τους δίνου την ιφκή μου
  Κι πανηγύρι γένιτι πέρα στου σπιτικό μου.
  Έφιρα είκουσ πρόβατα, σαρανταπέντι ζγούρια
  Τώρα που γύρσα απ' γκζινιτιά κι βήκα απ' τα παλιούρια
  Η κόρη μου παντρεύϊτι, βρουντήστι τα κουμπούρια
  Χουρέψτι ουραία νιες κι νιοί, βαρείτι σιες κλαρίνα
  Κι ισύ καλέ μου ζμπέθιρι κόπιασι στου χουριόμ
  Ό,τ' έχου τώρα απάν στη γης είνι κι θκός κι θκόμ
  Του γλέντι μήν αφήσιτι κι τα κουψίδια φάτι
  Κι μένα του ζουρλό παππού μην κάθιστι κι τράτι.
  Κι αύριου τ' απόγιμα απάν στουν Αϊ-Νικόλα
  Γάμου τρανό θα κάνουμι να ζήσουν τα παδιά μας
  Κι μεις να καμαρώνουμι μες στα γιράματά μας.
Κι έτσι όπους του 'πι έγινι, βρουντήσαν οι καμπάνις
Χασκουγιλάν οι μουρφουνιές κι κλαιν οι δυο οι μάνις
Κι άμα θα μιγαλώσιτι κι βρείτι ντγκουπιλιά σας
Ιμείς ιφκή θα δώσουμι, να 'ρθούμι κι στα θκα σας!



Σημείωση: Το συγκεκριμένο ποίημα δεν είναι δικό μου. Το έγραψε ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο και αξίζει να το δημοσιεύσω γιατί είναι απλά υπέροχο. Είναι γραμμένο σε ιαμβικό 15σύλλαβο.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Νωχελικές Νύχτες

Ήταν ανυπόφορο. Μια η ζέστη, μια τα κουνούπια, μια οι φωνές από την πέρα γειτονιά. Ο Τάκης σηκώθηκε από τον καναπέ και έσυρε τα πόδια του μέχρι την πολυθρόνα της αυλής, με την ελπίδα να φυσήξει λίγο ώστε να στεγνώσει ο ιδρώτας που έκανε τη μπλούζα του να κολλάει πάνω στο κορμί του. Δεν του άρεσε το χωριό του πατέρα του το καλοκαίρι. Είχε υγρασία και αποπνικτική ζέστη, σαν να ήθελε ο τόπος να ψοφήσεις γλιτσιασμένος και πνιγμένος στον ίδιο σου τον ιδρώτα. Προτιμούσε το χωριό της μάνας του που ήταν σε υψόμετρο και τα βράδια έκανε λίγο κρύο, πράγμα που έκανε τον ύπνο πιο ανεκτική διαδικασία. Επιπλέον, του άρεσε να κόβει βόλτες στο δασάκι πίσω από την παλιά εκκλησία ή ακόμα και μέσα στο χωριό, αφού χειμώνα-καλοκαίρι είχε ελάχιστους κατοίκους και εκείνος εκτιμούσε απίστευτα την ησυχία. Ήταν σαν να σταματούσε ο χρόνος, σαν να σταματούσε ο κόσμος να προχωρά μόνο για κείνον και τη σκέψη του.
Εδώ ήταν αλλιώς. Τα τελευταία χρόνια, το μικρό χωριουδάκι του πατέρα του είχε παραμεγαλώσει. Οικογένειες έρχονταν να μείνουν και τα παλιά εξοχικά έγιναν πλέον μόνιμες κατοικίες αρκετών. Άρχισαν να γεννάνε κουτσούβελα και να χτίζονται σπίτια που σίγουρα τα επόμενα χρόνια θα έφταναν στη γειτονική πόλη και το χωριό θα μετατρεπόταν σε ένα απλό προάστιο. Η φασαρία από τα παρακμιακά νυχτερινά μαγαζιά, όχι μόνο δεν τον προσέλκυαν, αλλά έφταναν μέχρι την αυλή του και τον ενοχλούσαν ακόμα περισσότερο. Δεν ήταν άνθρωπος που θα ξεσάλωσε ξενυχτώντας και πίνοντας. Περνούσε τα βράδια παίζοντας μπιρίμπα με τους ελάχιστους φίλους του και πίνοντας φτηνιάρικες μπύρες από το περίπτερο. Ο Τάκης είχε ξεσυνηθίσει το ποτό κι έτσι σπάνια δεχόταν να πιει δεύτερη μπύρα. Είχε αποφασίσει να αφήσει όλες τις καταχρήσεις πίσω στην πόλη, τουλάχιστον για το διάστημα που θα έμενε στο χωριό. Ωστόσο, καθόταν αρκετά αργά και έπαιζε. Η τράπουλα ήταν από τις μικρές και άκακες αδυναμίες του.
Απόψε δεν είχε παρέα. Δεν ήθελε κιόλας κανέναν. Σκεφτόταν να πάει για περπάτημα, αλλά του φαινόταν άθλος ολόκληρος να σηκωθεί από την πολυθρόνα για να πάει να ντυθεί. Η ζέστη τον είχε ρίξει σε έναν δικαιολογημένο, αλλά άδικο λήθαργο.
«Δεν πρόκειται να φυσήξει. Σήκω να πάμε καμια βόλτα», ακούστηκε μια φωνή από πίσω του. Ο Νίκος συνήθισε να τον τρομάζει έτσι, σε στιγμές που είχε χαλαρώσει τελείως και πίστευε ψευδώς πως ήταν μόνος σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων.
«Πότε θα το κόψεις αυτό; Θα πάθω τίποτα καμια μέρα. Κάτσε, βαριέμαι να σηκωθώ».
«Δεν παίζει να σε αφήσω πάλι εκεί να σαπίσεις. Σήκω, περιμένουν οι άλλοι. Το έχουν ήδη στήσει», αποκρίθηκε ανένδοτος. Ο Τάκης δεν μπορούσε να αντισταθεί σε μια πρόσκληση για χαρτί και σηκώθηκε, έστω και με δυσκολία για να ντυθεί. Σε δύο λεπτά, είχε φορέσει μια λιωμένη φόρμα κι ένα ζευγάρι τριμμένα αθλητικά. Δεν παιδευόταν ποτέ να ντυθεί στο χωριό γιατί πάντα είχε την εντύπωση ότι ήταν μέσα στο σπίτι του, ακόμα κι όταν βρισκόταν στο παρκάκι πίσω από το παλιό δημοτικό που το στήνανε συνήθως. Σε λίγη ώρα, είχαν διασχίσει το μισό χωριό, πέρασαν από την εκκλησία, στρίψανε πίσω από το σχολείο και βρέθηκαν σε ένα παρατημένο παρκάκι που στην άκρη του βρισκόταν ένα μεταλλικό τραπέζι, από εκείνα που είχαν παλιά τα καφενεία, και δύο τύπους καθισμένους με ανεβασμένα τα πόδια στο τραπεζάκι. Κάπνιζαν συνεταιρικά ένα χοντρό και μυρωδάτο τσιγάρο. Ο Μίλτος και ο Χάρης δεν ήταν αυτό που θα έλεγες, καλά παιδιά. Ήταν τα παιδιά εκείνα που κάθε γονιός λέει στο παιδί του να αποφεύγει.
«Τον βρήκατε το δρόμο; Περιμένουμε κανα μισάωρο εδώ πέρα.», είπε ο ψηλότερος από τους δύο καθώς έδινε το τσιγάρο στο διπλανό του. Μύρισε τον αέρα και ξίνισε τα μούτρα. »Αυτή η μυρωδιά από τα δέντρα μου θυμίσει χύσια. Στρώστε τον κώλο σας, έχουμε ήδη μοιράσει.»
«Σου γαμούσα τη γκόμενα, γι’ αυτό άργησα, Μιλτάκο», του απάντησε κοροϊδευτικά ο Νίκος.
Ο Τάκης πλησίασε και κάθισε ανάμεσά τους με το Νίκο απέναντί του. Μετά από δύο παρτίδες και τρία μυρωδάτα τσιγάρα, ο Τάκης δεν μπορούσε άλλο να συγκρατηθεί. Είχε ζαλιστεί κάμποσο από τα ντουμάνια, αλλά δεν είχε πάρει τσιγάρο στα χέρια του. Ζήτησε το τσιγάρο από τα χέρια του ζαλισμένου Μίλτου και ρούφηξε βαθιά. Ήταν ένα γνώριμο συναίσθημα, αλλά λίγο διαφορετικό. Ήξερε ότι πλέον δεν θα κρατούσε άλλο την υπόσχεση του να περιορίσει τις καταχρήσεις του, αλλά δεν τον ενοχλούσε τόσο. Ο Τάκης πίστευε ότι οι καταχρήσεις έχουν ηλικία και διάρκεια. Ήξερε βαθιά μέσα του ότι κάποια στιγμή στη ζωή του θα γινόταν ο συμβατικός τυπάκος με οικογένεια και παιδιά, με μια κανονική δουλειά κι ένα συνηθισμένο οικογενειακό αυτοκινητάκι. Αλλά αυτή η ώρα αργούσε ακόμα, οπότε περνούσε τις μέρες του όπως γούσταρε.
Ύστερα τις είδε. Η Άννα και η Δώρα ήταν οι μοναδικές κοπέλες στην ηλικία του στο χωριό. Έμεναν μόνιμα στη διπλανή πόλη πλέον. Μετά τις σπουδές γύρισαν πίσω για λίγο –όπως έλεγαν- και ξέμειναν. Συγκατοικούσαν σε ένα δυάρι κοντά στο κέντρο, μιας και δεν άντεχαν στην ιδέα να ζήσουν ξανά με γονείς. Είχαν ανοίξει ένα λογιστικό γραφείο εδώ και 5-6 χρόνια και δούλευαν μαζί.
«Θα μας κάνετε την τιμή να το διαλύσετε να πάμε για ποτό;», τους φώναξε η Άννα πριν ακόμα φτάσει κοντά στο τραπεζάκι. »Και να ξέρετε ότι βρωμάει ο τόπος.»
Παίξανε ακόμα μια παρτίδα και σηκώθηκαν να φύγουν. Ο Τάκης έστριψε ένα τσιγάρο για την πάρτυ του και τους έδιωξε με τη δικαιολογία ότι δεν είχε λεφτά, αφού πρώτα τους ευχήθηκε καλή διασκέδαση. Έτσι, έμεινε και πάλι μόνος του κοιτώντας τα ακίνητα δέντρα και τον καθαρό ουρανό. Ευχόταν από μέσα του να βρέξει για να δροσιστεί, αλλά δεν ήθελε και να φύγει από το πάρκο μιας και δεν είχε κανένα υπόστεγο. Συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει το κινητό του στο σπίτι κι έτσι άναψε το τσιγάρο και άρχισε να παίζει με ένα παμπάλαιο μπεγλέρι που είχε μόνιμα στην τσέπη του από τότε που θυμάται τον εαυτό του.
«Ήταν που θα το έκοβες», ψιθύρισε μια φωνή στο αυτί του που τον έκανε να αναπηδήσει από τρομάρα. Ήταν η Βανέσσα ή αλλιώς «το μικρό», όπως τη φώναζε για να την τσιτώσει. Ήταν δύο χρόνια μικρότερη του και μόλις είχε τελειώσει μια σχολή δημοσιογραφίας. Μια όμορφη, μελαχρινή κοπέλα με αεράτα μυαλά. Ονειρευόταν να πάρει μια στήλη σε ένα διεθνές περιοδικό και να γράφει για κάθε τι άλλο πέρα από τη βαρετή καθημερινή πραγματικότητα.
«Τι τα θες, μικρό. Είναι για να μην σκέφτομαι τη ζέστη.», της είπε και της έπιασε το χέρι για να τη φέρει κοντά του, νιώθοντας το μέσα στο δικό του θερμό και χαλαρό. Της πρόσφερε το τσιγάρο, ενώ εκείνη καθόταν δίπλα του. Μιλούσαν για ώρα, αφού είχαν να ειδωθούν περίπου 4 χρόνια, από τότε που εκείνη είχε φύγει για τη σχολή στην Αγγλία. Εκείνη του μίλησε για το Λονδίνο, για τους έρωτές της εκεί, για τις τρέλες, τα ξενύχτια και τα όνειρα που είχε για δουλειά. Όσο εκείνη μιλούσε εκείνος της χάιδευε την καμπύλη του λαιμού της και όταν ένιωσε ότι η ένταση είχε καλμάρει, την φίλησε. Εκείνη δεν κατάλαβε πως το χέρι της έφτασε στο στήθος του κι εκείνος δεν το άφησε να χαθεί, αλλά την έπιασε από τον καρπό και την οδήγησε κατά μήκος του σώματός του. Σε λίγα λεπτά είχαν ήδη ξαπλώσει στο χώμα.

Στο δρόμο του γυρισμού άρχισε να φυσάει λίγο, οπότε και χαμογέλασε με τον εαυτό του που ως και ο καιρός του φερόταν καλά. Είχε καιρό να γαμήσει στο ύπαιθρο και σκέφτηκε πως η διαδικασία του άρεσε ιδιαίτερα καθώς σνίφαρε τη μουνίλα στα δάχτυλά του. Θεώρησε πως οι άλλοι θα γυρνούσαν ξημέρωμα και δεν είχε καμία όρεξη να τους περιμένει, οπότε και κοιμήθηκε εύκολα και βαθιά μέχρι το επόμενο πρωί.

Υ.Γ.: Το ξέρω ότι πάλι άργησα να ανεβάσω κείμενο. Ξέρω, επίσης, ότι είχα υποσχεθεί άλλο είδος κειμένου. Απλά προέκυψε μια όμορφη έμπνευση. Ίσως κάποια στιγμή ξαναδείτε κάποια από τις περιπέτειες του ήρωα "Τάκη"...

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Stray

Παραλία Καλαθά, Χανιά
photo by Χρυσόψαρο
Συγγραφική αυθυποβολή: Έχω τόσο καιρό να γράψω και άλλο τόσο καιρό να σκεφτώ κάτι που αξίζει να ειπωθεί. Ανησυχώ για τη λεξιλογική μου υποβάθμιση. Έχω παρατήσει τον εαυτό μου πνευματικά και σωματικά. Έχω νεύρα. Έχω τόσο καιρό να γράψω που μέχρι και άτομα που δεν είχα ιδέα ότι με διαβάζουν, με ρώτησαν αν έχω πάθει κάτι και δεν έχω ανεβάσει κείμενο. Για να είμαι ειλικρινής- για μια πολύ μεγάλη περίοδο, δεν μου ερχόταν να γράψω τίποτα. Και επειδή είμαι και άνθρωπος που λειτουργεί με βάση τα ερεθίσματα, δεν μπορώ να πω ότι έτυχε κάτι που θα με ξυπνήσει το βράδυ –όπως γίνεται συνήθως- να με τραβήξει μέχρι το γραφείο σε μια κόλλα χαρτί ή στο laptop. Είχα μόνο δύο μισογραμμένα κείμενα. Ένα έγραψα πάνω σε μια χαρτοπετσέτα από ένα ρακάδικο που είχα βρεθεί και αποφάσισα να απομονωθώ και το άλλο βρίσκεται ακόμα σε μια σακούλα με τα πράγματα που είχα για να μην βαριέμαι με το γύψο τα Χριστούγεννα όταν έβγαλα το γόνατο.
Αυτοί οι μήνες απουσίας είναι ένα διάστημα αρκετά μεγάλο. Στο κεφάλι μου μοιάζουν με ένα παρελθόν τόσο κοντινό, σαν μια μεγάλη κι ατέλειωτη μέρα που τελείωσε επιτέλους χθες. Από το τελευταίο μου άρθρο πέρασαν 8 μήνες. Έκανα το γόνατο μου κιμά (μαγνητική μου είχε περισσότερα ευρήματα και από αρχαιολογικές ανασκαφές της Αιγύπτου), χάλασα μισή περιουσία σε γιατρούς, έκατσα δύο μήνες ακινησία, έμεινα με πατερίτσες  άλλον ενάμισυ, έχασα μια εξεταστική και μισό εξάμηνο, εξευτελίστηκα σαν προσωπικότητα, πήρα 18 κιλά, έμαθα να κάνω ενέσεις στον εαυτό μου, ξύρισα το κεφάλι μια μέρα που έβγαζα γούστα, τσακώθηκα με κάμποσο κόσμο, ήρθα πιο κοντά με κάμποσο άλλο κόσμο και τέλος, έπαθα και μια τενοντίτιδα στον καρπό. Είχα χρόνο, δούλεψα μεθοδικά γι’αυτό και γίνανε τόσα πολλά. Στη ζωή μου έχω κάνει λίγο-πολύ αρκετές μαλακίες και προκάλεσα στον εαυτό μου αντιστοίχως αρκετά ατυχήματα μερικά από τα οποία ήταν και σοβαρά. Τόσο άχρηστη, ανίκανη, ανύμπορη και κουρασμένη ταυτόχρονα δεν έχω ξανανιώσει.
Που λες, ψάρι μου, έχω νεύρα. Πάρα πολλά νεύρα. Με πιέζω. Πολύ με πιέζω. Με πιέζω να μιλάω, να συναναστρέφομαι με κόσμο, να βγαίνω έξω, να διαβάσω, να απασχοληθώ για οποιονδήποτε ζωντανό οργανισμό. Πιέζω τον εαυτό μου να γράψει ακόμα και το κείμενο που διαβάζεις, ψάρι μου. Η ικανότητα για αυθυποβολή είναι μεγάλο πράγμα. Το μόνο που με βοηθάει στα διαρκή και ατέρμονα νεύρα είναι οι καταχρήσεις. Ψυχικές και σωματικές. Μερικές φορές είναι άδικο για μένα, άλλες φορές είναι άδικο για τους άλλους. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι δεν ξεσπάω σε κανέναν και τίποτα, οπότε και τα νεύρα συσσωρεύονται. Σαν αποτέλεσμα, έχω μόνιμα υπερένταση.
·        Μην περιμένετε συγκρότηση από αυτό το κείμενο. Τουλάχιστον, όχι μέχρι να καταλάβω τι μου φταίει.
·        Δεν είμαι κοινωνική. Απλά καλή ηθοποιός (ποιώ+ήθος). Σαν συλλογισμός στέκει. Ποιεί τα ήθη ένας άνθρωπος που ψεύδεται καλά. Και ψεύδεται καλά όποιος είναι ικανός να πείσει το «είναι» του πως κάτι είναι αληθινό. Αν τοποθετηθώ πιο σωστά: Απλά υποκρίνομαι καλά (υπό+κρίνω). Πάλι αρνητική σημασία έχει. Οι λέξεις αλλοιώνονται με το χρόνο. Τι μπορεί να περιμένει κανείς από τι έννοιες;
·        Με πιάνουν λεξιλογικές ανησυχίες σε άσχετες στιγμές. Όλα τα κείμενά μου έχουν γραφτεί σε άκυρα μέρη. Όλα σχεδόν είναι χειρόγραφα.
·        Είναι μερικά πράγματα που δεν κόβονται. Το τσιγάρο, η ντροπή, οι «κοινωνικές σχέσεις» με ΠΑΣΠίτες, το φαϊ, το σεξ, η κρεπάλη. Μου έχει μείνει μόνο ενδεικτικά το τσιγάρο.
·        Και πάλι πιέζω. Πιέζω το χρόνο να περάσει, τον εαυτό μου να διαβάσει, τους άλλους να μου φτιάξουν τη διάθεση, τον εαυτό μου να γράψει κείμενο, πιέζω το στυλό στο χαρτί και τα δάχτυλά μου.
·        Ήμουν ένας άνθρωπος που μιλούσε και σκεφτόταν πολύ. Πλέον δεν μιλάω σχεδόν καθόλου και σκέφτομαι ακόμα περισσότερο. Ήμουν ένας άνθρωπος που είχε πάντα πολλά να πει. Πλέον δεν μ’ απασχολεί να πω τίποτα. Ήμουν ένας άνθρωπος που έβγαινε πολύ. Πλέον στα 10 πρώτα λεπτά στον ήλιο, έπαθα ηλίαση.
·        Όταν έχεις υπερένταση, περνούν από μπροστά σου αριθμοί, γράμματα, λέξεις ολόκληρες, ονόματα, τηλέφωνα, έννοιες, εικόνες, συζητήσεις ολόκληρες. Όχι σαν ταινία, μόνο σαν τρομακτικά τεράστια αντικείμενα που έρχονται απότομα προς το μέρος σου να σε φάνε.
·        Συνειδητοποιώ ότι πληκτρολογώ πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο γράφω.

Νευριάζω χειρότερα, αφού τα κείμενα που γράφω σε κομμάτια χαρτί, τα χάνω την ίδια μέρα. Έχω δοκιμάσει να με ηχογραφώ μια και είναι απίθανο να χάσω αρχείο, αλλά ντρέπομαι να μιλάω μόνη μου σαν τη Jeanne d'Arc σε ένα μικρόφωνο. Θα το σκεφτώ σοβαρά να το κάνω κι αυτό κάποια στιγμή. Από βδομάδα, αποφάσισα ότι θα μιλήσουμε για τη ντροπή και το θράσος. Καληνύχτα και καλώς σας βρήκα ξανά.

Υ.Γ.: Τελείωσε η εξεταστική και τη Δευτέρα φεύγω από Χανιά. Αλλάζουνε τα πράγματα...