Την απουσία
σου δεν μπορώ να την υπομείνω. Δεν μπορώ να την ανεχτώ... Θα ΄θελα να με
αφήσεις ξανά να χαθώ, να με αφήσεις να ελπίζω πως κάποια μέρα θα ξημερώσει και
και θα με περιμένεις στην άλλη όχθη της σκέψης μου, στη δικιά σου σκέψη.
Φαγητό,
τσιγάρα, πεταμένα τραπουλόχαρτα και μια ταινία να παίζει μόνη της χωρίς κανείς
να παρακολουθεί.
«Σε πειράζει
να βάλω μουσική;», ρωτά μια από τις δύο φίλες.
«Σπίτι σου
είναι και ρωτάς εμένα; Κάνε ότι θες!»
Το
μουρμουρητό του διαλόγου της ταινίας σπάει ένα συγκεκριμένο τραγούδι που παίζει
συνέχεια τις τελευταίες μέρες. Οι φίλες ξεκαρδίζονται στα γέλια σαν
σκανδαλιάρες μαθήτριες.
Δεν μπορεί να
χωνέψει όσα έχουν γίνει. Δεν μπορεί να ξεχάσει τη μυρωδιά του, το χαμόγελό του,
το βλέμμα του.
«Θέλω να τον
δω ξανά. Τον είδα στον ύπνο μου χτες»
«Τι λες να
ξεπαγώσω να φάμε;»
«Ήταν τόσο
υπέροχα όταν με είχε αγκαλιά. Λες να με σκέφτεται καθόλου;»
«Αυτό
κοτόπουλο είναι;»
«Δεν έχω
καταλάβει ακόμα το νόημα των τελευταίων ημερών. Λες να με σκέφτεται καθόλου;»
«Να το κάνω
με κρέμα γάλακτος ή κοκκινιστό;»
«Δεν μου έχει
τύχει κάτι ανάλογο. Πιστεύεις ότι με σκέφτεται καθόλου;»
Η ταινία έχει
τελειώσει και καμία από τις δύο φίλες δεν το έχει προσέξει. Δεν μιλάνε. Μονάχα
χαζεύουν ξαπλωμένες και μυρίζουν έξω τη βροχή. Σκέφτονται τα ίδια πράγματα, την
ίδια στιγμή.
Να σ'είχα
απέναντί μου και το βλέμμα σου να ηρεμεί την ψυχή μου. Θα μπορούσα να σου πω
πολλά εκείνο το βράδυ που δε σου τα είπα όταν σε είχα. Μα δεν καταλαβαίνει
κανείς πόσο εύθραυστα είναι όλα όταν είναι
ευτυχισμένος. Ευτυχία είναι να νιώθεις κάθε σου κύτταρο τόσο εύθραυστο αλλά και
τόσο πλήρες ταυτόχρονα. Συμπέρασμα; Μονάδα μέτρησης της ευτυχίας είναι η
στιγμή.
«Πως γίνεται
με τόση απόσταση να μπορεί να ορίζει τόσα;»
Το φως της
ημέρας πλησιάζει, απειλητικό όπως πάντα.
Όλοι οι φόβοι
και οι παράξενοι δαίμονες του μυαλού χάνονται πίσω από τις πόρτες του
υποσυνείδητου.
Μα δυο
ερωτευμένες με τον έρωτα ψυχές σμίγουν, όσο ακόμα είναι σκοτάδι:
«Θα με
σκέφτεται τώρα;»