Πάλι πέρασε καιρός και δεν το κατάλαβα. Δικαιολογώ
τον εαυτό μου και λέω ότι ήταν γεμάτες οι μέρες μου. Δουλεύω. Κάνω μεταπτυχιακό.
Παρακολουθώ ένα σεμινάριο. Μαθαίνω τρίτη ξένη γλώσσα. Μαλακίες… Αν ήθελα να
είμαι ειλικρινής θα έλεγα απλά ότι δεν είχα έμπνευση και δεν ασχολήθηκα. Τις κενές
μου μέρες προτίμησα να καώ στο Netflix.
Το κείμενο
αυτό αποτίει φόρο τιμής στο άτομο που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον «Τάκη». Εύχομαι να
εμπνέει τον εαυτό του, όσο εμπνέει και τους άλλους. Οι χαρακτήρες και οι
καταστάσεις είναι φανταστικές και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι εντελώς τυχαία.
Ο Τάκης άνοιξε τα
μάτια και κατάλαβε ότι δεν ήταν σπίτι του. Κοίταξε γύρω του ελπίζοντας να
θυμηθεί που βρίσκεται και για ποιο λόγο είχε καταλήξει εκεί. Δίπλα του ήταν
ξαπλωμένη μια ροδομάγουλη καστανή κοπέλα. Φαινόταν να κοιμάται ακόμα βαθιά. Ο
Τάκης σηκώθηκε και προσπάθησε να βρει το δρόμο για το μπάνιο. Το σπίτι της
κοπέλας ήταν σχετικά τακτοποιημένο, αλλά το γεγονός ότι ήταν παραγεμισμένο με
έπιπλα και αντικείμενα έδινε μια αίσθηση ακαταστασίας. Πέρασε το σωρό με τα
ρούχα που ήταν πεταμένα στο πάτωμα δίπλα από την πόρτα, άρπαξε τη φόρμα του και
τη φόρεσε. Βρήκε το μπάνιο και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Έδειχνε
επιεικώς χάλια. «Πρέπει να σταματήσω να πίνω.», σκέφτηκε. Έριξε ένα
ανακουφιστικό κατούρημα. Θυμήθηκε ότι και χτες είχε παραπονεθεί στον εαυτό του
για το χαμηλό ταβάνι του μπάνιου. Ύστερα, πήγε στο σαλόνι, έκατσε στον καναπέ,
ήπιε μια γουλιά από τη χθεσινή Coca Cola που ήταν πάνω στο τραπέζι και ξεκίνησε να στρίβει ένα
μυρωδάτο τσιγάρο. Άκουσε την κοπέλα να αλλάζει πλευρό. Άναψε το τσιγάρο και
κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Αποφάσισε να πιει γαλλικό καφέ και να κάνει όσο
πιο ήσυχα μπορούσε. Δεν ήθελε να ξυπνήσει την κοπέλα. Βαριόταν να
αλληλεπιδράσει με κανέναν πριν πιει καφέ. Γέμισε μια κούπα αχνιστό καφέ και
ξαναγύρισε στον καναπέ του σαλονιού. Άνοιξε την τηλεόραση να παίζει κάτι τυχαίο
στο mute και πήρε στα
χέρια το κινητό του. Κοίταξε λίγο τις επαφές του και πήρε τηλέφωνο. Χτύπησε δύο
φορές και ακούστηκε μια φωνή από την άλλη πλευρά.
«Έλα ρε μαλάκα, που
εξαφανίστηκες εχτές; Δεν είπες τίποτα όταν έφυγες. Που είσαι;», είπε η φωνή
χωρίς όμως να φαίνεται ότι ανησυχούσε ιδιαίτερα.
«Έφυγα με την Χριστίνα.
Είμαι σπίτι της. Θα κάνω το τσιγάρο και θα φύγω. Θα περάσεις από το σπίτι σε
καμια ώρα;». Ο Τάκης άκουσε τη βραχνή φωνή του και του φάνηκε απίστευτα ξένη.
Σκέφτηκε ότι αν έπινε λίγο καφέ ακόμα θα του περνούσε.
«Καλοπέρασες,
τσογλάνι! Θα έρθω να μου τα πεις. Έχεις τίποτα ή να φέρω;», απάντησε η φωνή.
«Έχω, αλλά φέρε
κιόλας. Τα λέμε…». Ο Τάκης δεν περίμενε τη φωνή να χαιρετίσει. Έκλεισε το
τηλέφωνο, ρούφηξε δυνατά το μυρωδάτο τσιγάρο που κρατούσε και προσπάθησε να
χαζέψει την τηλεόραση.
Άκουσε την κοπέλα να
σηκώνεται από το κρεβάτι.
«Τάκη μου; Ξύπνησες;»
«Είμαι στο σαλόνι. Αν
θες έλα γιατί θα φύγω σε λίγο.»
Η κοπέλα έκατσε δίπλα
του και του πήρε το τσιγάρο από τα χέρια. Ο Τάκης πρόσεξε ότι φορούσε την
μπλούζα του και σκέφτηκε ότι την ήθελε πίσω. Οι αμήχανες στιγμές του επόμενου
πρωϊνού ήταν βασανιστικές για τον Τάκη. Βαριόταν να σηκωθεί να φύγει, αλλά ήταν
πολύ καλύτερα που δεν είχαν πάει σπίτι του τελικά. Αποφάσισε να γδύσει την
κοπέλα για να πάρει την μπλούζα του. Εκείνη πήρε θάρρος…
…
Ο Τάκης τώρα οδηγούσε
προς το σπίτι του. Ένιωθε αρκετά ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Είχε περάσει
πάνω από μία ώρα από τη στιγμή που μίλησε με τη φωνή στο τηλέφωνο. Σίγουρα είχε
αργήσει. Έφτασε στο πάρκινγκ του σπιτιού. Είδε κάποιον να περιμένει στην είσοδο
της πολυκατοικίας.
«Περιμένεις πολύ
ώρα;», φώναξε προς τη φιγούρα που περίμενε.
«Όχι, ευτυχώς.
Υπέθεσα ότι θα αργήσεις.», αποκρίθηκε η φιγούρα.
Ο Τάκης ξεκλείδωσε
και πήραν το ασανσέρ για τον έκτο όροφο. Ο Τάκης το λάτρευε το σπίτι του. Δεν
μπορούσε να βρει λόγο να μετακομίσει. Ήταν στο τελευταίο όροφο και οι διπλανές
πολυκατοικίες ήταν πιο χαμηλές. Αυτό σήμαινε ότι ο Τάκης είχε την ησυχία του
και επιπλέον, το διαμέρισμά του ήταν η μοναδική πρόσβαση στην ταράτσα. Έτσι, ο
Τάκης έβγαζε το καλοκαίρι έξω καναπέ, τραπεζάκι και τηλεόραση και το
χρησιμοποιούσε ως υπαίθριο σαλόνι. Τώρα, όμως, που δεν είχε ανοίξει τόσο ο
καιρός δεν είχε επεκταθεί ακόμα προς τα έξω.
Η φιγούρα έκατσε στον
λακουβιασμένο καναπέ, έβγαλε μια καπνοθήκη από την τσέπη και ξεκίνησε να
στρίβει. «Μήτσο, θες καφέ;», ακούστηκε ο Τάκης από την κουζίνα, ενώ ταυτόχρονα
πατούσε το κουμπί της καφετιέρας χωρίς να περιμένει απάντηση. Όταν γύρισε στο
σαλόνι, ο Δημήτρης είχε ήδη ανάψει το τσιγάρο και έψαχνε χειριστήρια για να
ανοίξει την κονσόλα. «Θα σου πω ή θα παίξουμε;»
«Και τα δύο γιατί είπα
στα κορίτσια να περάσουν μετά από δω»
Ο Τάκης δεν θυμόταν
καν πως λέγανε τις χτεσινές τύπισσες, αλλά δεν ήθελε να ρωτήσει. Είχε συνηθίσει
να καλούν κόσμο στο σπίτι του χωρίς προειδοποίηση.
…
Όταν χτύπησε το
κουδούνι και οι δύο φιγούρες πετάχτηκαν από τον καναπέ. Η γάτα του Τάκη θορυβήθηκε
και πήγε να αράξει στο υπνοδωμάτιο. Ο Δημήτρης σηκώθηκε να ανοίξει, ενώ ο Τάκης
συμμάζευε όπως όπως το χαμό που είχαν δημιουργήσει πάνω στο τραπεζάκι.
Οι δύο κοπέλες
κάθισαν στον καναπέ. Ο Δημήτρης φαινόταν να είχε διαλέξει τη μία. Κοίταξε τον
Τάκη με νόημα «Η κοκκινομάλλα είναι δικιά μου. Κάνε την ξανθιά ότι θες.». Ο
Τάκης ντράπηκε λίγο για την ξεχειλωμένη του φόρμα, αλλά το ξεπέρασε. Ωστόσο, συνέχισε
να μη θέλει να ρωτήσει ξανά το όνομα της κοπέλας, η οποία θεωρούσε δεδομένο ότι
είχαν ξεπεράσει την πρώτη γνωριμία παρ’ ότι ο Τάκης δεν θυμόταν τίποτα.
Η συζήτηση προχώρησε
και ο Τάκης υπέθεσε ότι το όνομα της κοπέλας ήταν Αλεξάνδρα. Ξαφνικά, πρόσεξε
ότι ο Δημήτρης με την κοκκινομάλλα είχαν μεταφερθεί σε άλλο δωμάτιο. Σκέφτηκε
ότι ήρθε η ώρα να χωθεί. Βαριόταν λίγο, αλλά δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει
εκείνη τη στιγμή. Κάτι, όμως, πήγαινε στραβά. Η κοπέλα είχε ενοχληθεί από κάτι
που ο Τάκης δεν είχε καταλάβει.
«Υπάρχει κάποιο
πρόβλημα;»
«Δεν ξέρω. Κάτι με
ενοχλεί.», απάντησε η κοπέλα, ενώ πλέον ξυνόταν ξεδιάντροπα. Τα μάτια της είχαν
κοκκινίσει και ήταν έτοιμη να κλάψει.
«Σε πείραξε κάτι που
είπα;»
Η κοπέλα φυσούσε
πλέον τη μύτη της με μανία.
«Υπάρχει γάτα εδώ
μέσα;», ρώτησε ενώ η κατάστασή της χειροτέρευε με κάθε φράση που έλεγε.
«Ναι, αλλά είναι στο
άλλο δωμάτιο», απάντησε ο Τάκης πιο τρομοκρατημένος. Η κοπέλα πλέον
δυσκολευόταν να πάρει ανάσα. Η κοπέλα εκτινάχθηκε από τον καναπέ, πήρε βιαστικά
της τσάντα της και εξαφανίστηκε χωρίς να πει κουβέντα.
Ο Τάκης δεν αντέδρασε
ιδιαίτερα. Απλά έστριψε άλλο ένα μυρωδάτο τσιγάρο και διάλεξε βιντεοπαιχνίδι.
Λίγη ώρα αργότερα, ο Δημήτρης βγήκε από το δωμάτιο, πήρε το τσιγάρο από τα
χέρια του Τάκη και τον παρακολουθούσε που έπαιζε. Μια αναψοκοκκινισμένη και
ελαφρώς ντροπιασμένη κοκκινομάλλα βγήκε από το δωμάτιο.
«Που είναι η
Αλεξάνδρα;»
«Ποιά;»
«Η φίλη μου.»
«Έφυγε πριν από ώρα.»
Η κοκκινομάλλα πήρε
την τσάντα της και έφυγε χωρίς να μιλήσει. Ψέλλισε κάτι του τύπου «Θα μιλήσουμε,
Δημήτρη.»
Ο Τάκης έδωσε ένα
χειριστήριο στο Δημήτρη. Η γάτα μπήκε στο δωμάτιο, ξάπλωσε στο χαλί και νιαούρισε δυνατά. Δεν ξαναείδαν ποτέ καμία από τις δύο…