Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Η γάτα


Πάλι πέρασε καιρός και δεν το κατάλαβα. Δικαιολογώ τον εαυτό μου και λέω ότι ήταν γεμάτες οι μέρες μου. Δουλεύω. Κάνω μεταπτυχιακό. Παρακολουθώ ένα σεμινάριο. Μαθαίνω τρίτη ξένη γλώσσα. Μαλακίες… Αν ήθελα να είμαι ειλικρινής θα έλεγα απλά ότι δεν είχα έμπνευση και δεν ασχολήθηκα. Τις κενές μου μέρες προτίμησα να καώ στο Netflix.



Το κείμενο αυτό αποτίει φόρο τιμής στο άτομο που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον «Τάκη». Εύχομαι να εμπνέει τον εαυτό του, όσο εμπνέει και τους άλλους. Οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις είναι φανταστικές και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι εντελώς τυχαία.


Ο Τάκης άνοιξε τα μάτια και κατάλαβε ότι δεν ήταν σπίτι του. Κοίταξε γύρω του ελπίζοντας να θυμηθεί που βρίσκεται και για ποιο λόγο είχε καταλήξει εκεί. Δίπλα του ήταν ξαπλωμένη μια ροδομάγουλη καστανή κοπέλα. Φαινόταν να κοιμάται ακόμα βαθιά. Ο Τάκης σηκώθηκε και προσπάθησε να βρει το δρόμο για το μπάνιο. Το σπίτι της κοπέλας ήταν σχετικά τακτοποιημένο, αλλά το γεγονός ότι ήταν παραγεμισμένο με έπιπλα και αντικείμενα έδινε μια αίσθηση ακαταστασίας. Πέρασε το σωρό με τα ρούχα που ήταν πεταμένα στο πάτωμα δίπλα από την πόρτα, άρπαξε τη φόρμα του και τη φόρεσε. Βρήκε το μπάνιο και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Έδειχνε επιεικώς χάλια. «Πρέπει να σταματήσω να πίνω.», σκέφτηκε. Έριξε ένα ανακουφιστικό κατούρημα. Θυμήθηκε ότι και χτες είχε παραπονεθεί στον εαυτό του για το χαμηλό ταβάνι του μπάνιου. Ύστερα, πήγε στο σαλόνι, έκατσε στον καναπέ, ήπιε μια γουλιά από τη χθεσινή Coca Cola που ήταν πάνω στο τραπέζι και ξεκίνησε να στρίβει ένα μυρωδάτο τσιγάρο. Άκουσε την κοπέλα να αλλάζει πλευρό. Άναψε το τσιγάρο και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Αποφάσισε να πιει γαλλικό καφέ και να κάνει όσο πιο ήσυχα μπορούσε. Δεν ήθελε να ξυπνήσει την κοπέλα. Βαριόταν να αλληλεπιδράσει με κανέναν πριν πιει καφέ. Γέμισε μια κούπα αχνιστό καφέ και ξαναγύρισε στον καναπέ του σαλονιού. Άνοιξε την τηλεόραση να παίζει κάτι τυχαίο στο mute και πήρε στα χέρια το κινητό του. Κοίταξε λίγο τις επαφές του και πήρε τηλέφωνο. Χτύπησε δύο φορές και ακούστηκε μια φωνή από την άλλη πλευρά.

«Έλα ρε μαλάκα, που εξαφανίστηκες εχτές; Δεν είπες τίποτα όταν έφυγες. Που είσαι;», είπε η φωνή χωρίς όμως να φαίνεται ότι ανησυχούσε ιδιαίτερα.

«Έφυγα με την Χριστίνα. Είμαι σπίτι της. Θα κάνω το τσιγάρο και θα φύγω. Θα περάσεις από το σπίτι σε καμια ώρα;». Ο Τάκης άκουσε τη βραχνή φωνή του και του φάνηκε απίστευτα ξένη. Σκέφτηκε ότι αν έπινε λίγο καφέ ακόμα θα του περνούσε.

«Καλοπέρασες, τσογλάνι! Θα έρθω να μου τα πεις. Έχεις τίποτα ή να φέρω;», απάντησε η φωνή.

«Έχω, αλλά φέρε κιόλας. Τα λέμε…». Ο Τάκης δεν περίμενε τη φωνή να χαιρετίσει. Έκλεισε το τηλέφωνο, ρούφηξε δυνατά το μυρωδάτο τσιγάρο που κρατούσε και προσπάθησε να χαζέψει την τηλεόραση.

Άκουσε την κοπέλα να σηκώνεται από το κρεβάτι.

«Τάκη μου; Ξύπνησες;»

«Είμαι στο σαλόνι. Αν θες έλα γιατί θα φύγω σε λίγο.»

Η κοπέλα έκατσε δίπλα του και του πήρε το τσιγάρο από τα χέρια. Ο Τάκης πρόσεξε ότι φορούσε την μπλούζα του και σκέφτηκε ότι την ήθελε πίσω. Οι αμήχανες στιγμές του επόμενου πρωϊνού ήταν βασανιστικές για τον Τάκη. Βαριόταν να σηκωθεί να φύγει, αλλά ήταν πολύ καλύτερα που δεν είχαν πάει σπίτι του τελικά. Αποφάσισε να γδύσει την κοπέλα για να πάρει την μπλούζα του. Εκείνη πήρε θάρρος…


Ο Τάκης τώρα οδηγούσε προς το σπίτι του. Ένιωθε αρκετά ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Είχε περάσει πάνω από μία ώρα από τη στιγμή που μίλησε με τη φωνή στο τηλέφωνο. Σίγουρα είχε αργήσει. Έφτασε στο πάρκινγκ του σπιτιού. Είδε κάποιον να περιμένει στην είσοδο της πολυκατοικίας.

«Περιμένεις πολύ ώρα;», φώναξε προς τη φιγούρα που περίμενε.

«Όχι, ευτυχώς. Υπέθεσα ότι θα αργήσεις.», αποκρίθηκε η φιγούρα.

Ο Τάκης ξεκλείδωσε και πήραν το ασανσέρ για τον έκτο όροφο. Ο Τάκης το λάτρευε το σπίτι του. Δεν μπορούσε να βρει λόγο να μετακομίσει. Ήταν στο τελευταίο όροφο και οι διπλανές πολυκατοικίες ήταν πιο χαμηλές. Αυτό σήμαινε ότι ο Τάκης είχε την ησυχία του και επιπλέον, το διαμέρισμά του ήταν η μοναδική πρόσβαση στην ταράτσα. Έτσι, ο Τάκης έβγαζε το καλοκαίρι έξω καναπέ, τραπεζάκι και τηλεόραση και το χρησιμοποιούσε ως υπαίθριο σαλόνι. Τώρα, όμως, που δεν είχε ανοίξει τόσο ο καιρός δεν είχε επεκταθεί ακόμα προς τα έξω.

Η φιγούρα έκατσε στον λακουβιασμένο καναπέ, έβγαλε μια καπνοθήκη από την τσέπη και ξεκίνησε να στρίβει. «Μήτσο, θες καφέ;», ακούστηκε ο Τάκης από την κουζίνα, ενώ ταυτόχρονα πατούσε το κουμπί της καφετιέρας χωρίς να περιμένει απάντηση. Όταν γύρισε στο σαλόνι, ο Δημήτρης είχε ήδη ανάψει το τσιγάρο και έψαχνε χειριστήρια για να ανοίξει την κονσόλα. «Θα σου πω ή θα παίξουμε;»

«Και τα δύο γιατί είπα στα κορίτσια να περάσουν μετά από δω»

Ο Τάκης δεν θυμόταν καν πως λέγανε τις χτεσινές τύπισσες, αλλά δεν ήθελε να ρωτήσει. Είχε συνηθίσει να καλούν κόσμο στο σπίτι του χωρίς προειδοποίηση.


Όταν χτύπησε το κουδούνι και οι δύο φιγούρες πετάχτηκαν από τον καναπέ. Η γάτα του Τάκη θορυβήθηκε και πήγε να αράξει στο υπνοδωμάτιο. Ο Δημήτρης σηκώθηκε να ανοίξει, ενώ ο Τάκης συμμάζευε όπως όπως το χαμό που είχαν δημιουργήσει πάνω στο τραπεζάκι.

Οι δύο κοπέλες κάθισαν στον καναπέ. Ο Δημήτρης φαινόταν να είχε διαλέξει τη μία. Κοίταξε τον Τάκη με νόημα «Η κοκκινομάλλα είναι δικιά μου. Κάνε την ξανθιά ότι θες.». Ο Τάκης ντράπηκε λίγο για την ξεχειλωμένη του φόρμα, αλλά το ξεπέρασε. Ωστόσο, συνέχισε να μη θέλει να ρωτήσει ξανά το όνομα της κοπέλας, η οποία θεωρούσε δεδομένο ότι είχαν ξεπεράσει την πρώτη γνωριμία παρ’ ότι ο Τάκης δεν θυμόταν τίποτα.

Η συζήτηση προχώρησε και ο Τάκης υπέθεσε ότι το όνομα της κοπέλας ήταν Αλεξάνδρα. Ξαφνικά, πρόσεξε ότι ο Δημήτρης με την κοκκινομάλλα είχαν μεταφερθεί σε άλλο δωμάτιο. Σκέφτηκε ότι ήρθε η ώρα να χωθεί. Βαριόταν λίγο, αλλά δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει εκείνη τη στιγμή. Κάτι, όμως, πήγαινε στραβά. Η κοπέλα είχε ενοχληθεί από κάτι που ο Τάκης δεν είχε καταλάβει.

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»

«Δεν ξέρω. Κάτι με ενοχλεί.», απάντησε η κοπέλα, ενώ πλέον ξυνόταν ξεδιάντροπα. Τα μάτια της είχαν κοκκινίσει και ήταν έτοιμη να κλάψει.

«Σε πείραξε κάτι που είπα;»

Η κοπέλα φυσούσε πλέον τη μύτη της με μανία.

«Υπάρχει γάτα εδώ μέσα;», ρώτησε ενώ η κατάστασή της χειροτέρευε με κάθε φράση που έλεγε.

«Ναι, αλλά είναι στο άλλο δωμάτιο», απάντησε ο Τάκης πιο τρομοκρατημένος. Η κοπέλα πλέον δυσκολευόταν να πάρει ανάσα. Η κοπέλα εκτινάχθηκε από τον καναπέ, πήρε βιαστικά της τσάντα της και εξαφανίστηκε χωρίς να πει κουβέντα.

Ο Τάκης δεν αντέδρασε ιδιαίτερα. Απλά έστριψε άλλο ένα μυρωδάτο τσιγάρο και διάλεξε βιντεοπαιχνίδι. Λίγη ώρα αργότερα, ο Δημήτρης βγήκε από το δωμάτιο, πήρε το τσιγάρο από τα χέρια του Τάκη και τον παρακολουθούσε που έπαιζε. Μια αναψοκοκκινισμένη και ελαφρώς ντροπιασμένη κοκκινομάλλα βγήκε από το δωμάτιο.

«Που είναι η Αλεξάνδρα;»

«Ποιά;»

«Η φίλη μου.»

«Έφυγε πριν από ώρα.»

Η κοκκινομάλλα πήρε την τσάντα της και έφυγε χωρίς να μιλήσει. Ψέλλισε κάτι του τύπου «Θα μιλήσουμε, Δημήτρη.»

Ο Τάκης έδωσε ένα χειριστήριο στο Δημήτρη. Η γάτα μπήκε στο δωμάτιο, ξάπλωσε στο χαλί και νιαούρισε δυνατά. Δεν ξαναείδαν ποτέ καμία από τις δύο…

Κυριακή 7 Απριλίου 2019

Κάτι όμορφες αφορμές (Ένας καβγάς και μία κηδεία)


Εδώ που τα λέμε, είναι πραγματικά υπέροχες. Έχω μέρες που ανακατεύω την κατσαρόλα του μυαλού μου. Δεν ξέρω αν είναι απόρροια των τελευταίων συγκυριών ή αν απλά είναι η ώρα. Η αλήθεια είναι πως αναγκάστηκα να παραδεχτώ ότι φοβάμαι. Φοβάμαι πως δεν μπορώ πια να γράψω με άνεση. Όσο περνάει ο καιρός, πείθω τον εαυτό μου πως έχω να κάνω πράγματα, ενώ στην πραγματικότητα απλώς οι θέσεις των λέξεων δεν είναι τόσο εύκολες όσο παλιά. Το καινούριο λάπτοπ μου φαίνεται ξένο. Το πληκτρολόγιο με ενοχλεί. Οι σκέψεις μου είναι πολύ πιο τακτοποιημένες λίγο πριν κοιμηθώ. Δεν είναι τόσο συγκροτημένες όταν ξυπνάω.

Στο πλαίσιο γενικών ανακατατάξεων, σκέφτηκα να διαγράψω κείμενα από το blog μου για τα οποία υπήρξα ευχαριστημένη ως «ανήλικος συγγραφέας», αλλά είναι άκρως απογοητευτικά για μένα ως «ενήλικας αναγνώστης». Ωστόσο, θα ήταν ντροπή μου να κρύψω την οποιαδήποτε «συγγραφική εξέλιξη» μου. Περηφάνια μου, λοιπόν, οι βλακείες που έγραφα τότε. Περηφάνια μου και οι βλακείες που γράφω τώρα.

(Θα φάω το πληκτρολόγιο. Δεν μπορώ να το συνηθίσω με τίποτα!)


Στο θέμα μας:


Είναι γεγονός ότι δεν του πήγαινε το κοστούμι του Τάκη. Έμοιαζε με αστείο δημόσιο υπάλληλο, αλλά δεν είχε τίποτε άλλο να φορέσει για την περίσταση στο χωριό. Το κοστούμι δεν ήταν καν δικό του. Το είχε παρατημένο στην παλιά ντουλάπα του σπιτιού ο πατέρας του. Δεν του καθόταν πολύ καλά και το παντελόνι ήταν λίγο στενό στην περιφέρεια, αλλά τι να κάνει; «Πάντα αυτά κάνεις», έλεγε συχνά η μάνα του. «Μια ζωή απροετοίμαστος κι ύστερα ότι τύχει.». Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελε να προετοιμαστεί γι’αυτό. Ήθελε να μη γίνει. Περπατούσε αμίλητος προς το νεκροταφείο κοιτώντας τα παπούτσια του. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες του σακακιού. Ανακάλυψε μια μικρή τρύπα στην δεξιά τσέπη.

Ο θείος Μενέλαος ήταν καλός άνθρωπος. Ίσως όχι τόσο συμπαθής σε όλο το σόι, αλλά ο Τάκης τον αγαπούσε πολύ. Κι ο θείος Μενέλαος τον αγαπούσε τον Τάκη πολύ. Έλεγε πάντα ότι μοιάζανε. Όχι φυσιογνωμικά, γιατί ο θείος ήταν άσχημος κι ο Τάκης πέρναγε για πιο συμπαθητικός. Είχε δύο κόρες -μεγαλύτερες από τον Τάκη- που είχαν παντρευτεί και οι δύο. Η μία έμενε στη Στοκχόλμη, η άλλη στο Άμστερνταμ. «Αφού δεν πήγαν στο φεγγάρι, πάλι καλά να λέω», έλεγε συνέχεια μισογελώντας. Τον έτσουζε που δεν τις έβλεπε συχνά, αλλά δεν ήθελε να το δείχνει. Περπατούσαν κι εκείνες με κατεύθυνση προς το νεκροταφείο λίγο πιο μπροστά από τον Τάκη. Έδειχναν στενοχωρημένες. Είχαν ενάμιση χρόνο να δουν το θείο Μενέλαο. Ο θείος είχε τα προβλήματα υγείας του όπως όλοι οι θείοι αντίστοιχης ηλικίας, αλλά τίποτα ιδιαίτερα ανησυχητικό. Ξαφνικά ο Τάκης σκέφτηκε τον πατέρα του. Έδιωξε την ανησυχητική σκέψη σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Ακούμπησε τον ώμο του πατέρα του που περπατούσε δίπλα για να σιγουρέψει την παρουσία του. Δεν ξανασκέφτηκε κάτι άλλο ούτε μίλησε μέχρι το τέλος της κηδείας.

Το καφενείο του χωριού μύριζε παρακμή. Ήταν, όμως, το μοναδικό καφενείο στο χωριό και δεν υπήρχε άλλη επιλογή για να προσφέρει το σόι μας καφέ. Η θεία Βέτα που δεν ήθελε να τη φωνάζουν θεία Ελισάβετ γιατί -λέει- ένιωθε μεγαλύτερη, ήταν κάθετη. Δεν θα καθόταν να ανοίξει κλειστό σπίτι, να καθαρίσει και να ταλαιπωρηθεί για να προσφέρει καφέ και παξιμάδι. «Όποιος θέλει ας έρθει στο καφενείο κι ύστερα ο καθένας σπίτι του. Να ηρεμήσουμε και λίγο!». Ο Τάκης έκατσε στο τραπέζι με τους δικούς του κι έπινε ήσυχα καφέ. Άκουγε τις συζητήσεις που ερχόταν από γύρω του ανακατεμένες.

«Μα τέτοιο κακό στα ξαφνικά, ποιός το περίμενε;», από κάποιον στην άκρη του τραπεζιού.

«Έκανε βαρύ κρύο φέτος. Τα δώσαμε όλα στο πετρέλαιο.», από μια μακρινή θεία.

«Έτσι είναι τα καρδιακά. Ύπουλα! Εκεί που δεν το περιμένεις...», από τον ξάδερφο της μάνας του Τάκη.

«Εσείς δήλωση στο κτηματολόγιο κάνατε, ε;», από το δίπλα τραπέζι.

«Θεός σ’χωρέσ’τον!», άκουγε από όλα τα τραπέζια.

Ώσπου, στο τέλος αφαιρέθηκε εντελώς και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τις ομιλίες. Τώρα παρατηρούσε μόνο τα πρόσωπα και τις εκφράσεις που έβλεπε γύρω του. Δοκίμασε λίγο παξιμάδι. Ήταν απαίσιο. Έκατσε σιωπηλός κοιτώντας την άκρη του τραπεζιού. Το ξύλο έκανε μια μικρή ρωγμή. Συγκεντρώθηκε σ’ αυτή, ώσπου ο κόσμος άρχισε να χαιρετά και να αποχωρεί όσο περνούσε η ώρα. Δεν ήθελε να χαιρετίσει κανέναν. Κουνούσε το κεφάλι και έδινε το χέρι με το ζόρι. Στο τέλος, έμειναν μόνο οι δικοί του.

«Άντε σηκωθείτε να πάμε να φάμε, επιτέλους. Μεσημέριασε.», άκουσε τη μάνα του να λέει τόσο σιγά σαν να μιλούσε στον εαυτό της.

Ο Τάκης πεινούσε απίστευτα. Το είχε γυρίσει από καφέ σε κονιάκ εδώ και ώρα και ένιωθε μια ζέστη εσωτερική που έκανε τα αυτιά του να καίνε. Το σπίτι ήταν πολύ κοντά στο καφενείο, όμως, εκείνος βαριόταν να περπατήσει μέχρι εκεί. Βαριόταν μέχρι και να σηκωθεί από την καρέκλα. Έβαλε τα χέρια στα γόνατά του κάνοντας μια συνειδητή προσπάθεια να σηκωθεί.

Περπατούσε αργά πίσω από τους άλλους, ώσπου ξέμεινε αρκετά. Δεν τους έβλεπε πια. Προσπερνούσε τα σπίτια του χωριού ένα-ένα στο δρόμο, παρατηρώντας τις αυλές. Για μια στιγμή πίστεψε πως όλα ήταν ακατοίκητα. Καθώς περνούσε το σπίτι του κου Ζήση, έπεσε το μάτι του σε ένα γύψινο αετό που διακοσμούσε την είσοδο της αυλής. Είχε γίνει πράσινος από τη μούχλα και την πολυκαιρία. Τα ραγίσματά του ήταν έντονα. Πάντα το μισούσε αυτό το πτηνό. Ήταν κακάσχημο και δεν ταίριαζε με την αυλή. Για την ακρίβεια δεν ταίριαζε με καμία αυλή. Ασυναίσθητα του έριξε μια κλωτσιά. Δεν κατάλαβε αν έβαλε δύναμη. Ο γύψινος αετός έγινε κομμάτια. Ήταν εντελώς κούφιος. Ένιωσε πανικό και ανακούφιση ταυτόχρονα. Κατάλαβε ότι είχε ακόμα νεύρα.

Είδε το Βασίλη να βγαίνει από το σπίτι και να τον πλησιάζει με γρήγορο βήμα. Ο Βασίλης ήταν ο γιος του κου Ζήση. Ήταν ένας γλοιώδης, κοκκινοπρόσωπος τύπος με καστανοκόκκινα μαλλιά. Δεν ήταν χοντρός, αλλά είχε μια περίεργη κοιλιά που δεν ταίριαζε με τον σωματότυπό του. Παρ’ ότι ήταν στην ηλικία του Τάκη, έμοιαζε τουλάχιστον πέντε χρόνια μεγαλύτερος. Δεν τα πήγαινε καλά με τον Τάκη από τότε που ήταν παιδιά χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Κανείς από τους δύο δεν θυμόταν γιατί είχαν τσακωθεί πρώτη φορά, αλλά η εμπάθεια ήταν αμοιβαία και έβρισκαν συχνά τρόπους να ενοχλούν ο ένας τον άλλο. Ο πατέρας του Βασίλη ήταν ένας στριμμένος σκατόγερος ακόμα και όταν ήταν νέος.

«Πας καλά, ρε μαλάκα; Κατάλαβες τη ζημιά έκανες;», φώναξε ο Βασίλης πριν ακόμα φτάσει κοντά στον Τάκη.

Ο Τάκης δεν ήθελε να μιλήσει. Δεν είχε όρεξη να ασχοληθεί να απαντήσει. Πόσο μάλλον να δικαιολογηθεί για το κακάσχημο πτηνό. Σκέφτηκε ότι ήταν μια μεγάλη βελτίωση στην αισθητική του χωριού. Ο Βασίλης συνέχιζε να φωνάζει και να βρίζει. Ο Τάκης δεν άντεξε άλλο. Ένιωθε τα αυτιά του να καίνε από το κονιάκ. Του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι.

«Δε γαμιέσαι κι εσύ», είπε σιγανά ο Τάκης. Του έδωσε μια μπουνιά στη μύτη. Πάλι δεν κατάλαβε αν έβαλε δύναμη. Ο Βασίλης έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Ήταν φανερό ότι δεν το περίμενε. Ποτέ δεν συμπαθούσαν ο ένας τον άλλο, αλλά κανείς δεν είχε τολμήσει να ξεκινήσει τέτοιο καβγά. Μια φορά μόνο όταν ήταν παιδιά και ο Βασίλης είχε κλέψει μια μπάλα για πλάκα, αλλά και πάλι ήταν ένας παιδικός καβγάς. Από εκείνους που κατά βάση κλωτσάς τον αέρα. Ο Τάκης είδε το αίμα να τρέχει από τη μύτη του Βασίλη. Ήθελε κι άλλο. Αυτή τη φορά έβαλε δύναμη συνειδητά. Πέτυχε το μάγουλο του Βασίλη. Εκείνος αντέδρασε γρήγορα και έριξε μια δυνατή στο μάτι του Τάκη.

«Φύγε ρε!», είπε ο Βασίλης λαχανιασμένος. Ο Τάκης έριξε μια ματιά στη ματωμένη μούρη του Βασίλη. Κατάλαβε ότι ήταν αρκετό. Ένιωσε τα νεύρα να φεύγουν. Ρουθούνισε δυνατά και γύρισε να φύγει. Είδε τον κο Ζήση να παρακολουθεί πίσω από την κουρτίνα στο παράθυρο του πάνω ορόφου. Καθώς απομακρυνόταν, άκουγε το Βασίλη να φωνάζει ακόμα. Περπατούσε σκυφτός, ώσπου κατάλαβε ότι έφτασε σπίτι.

Μπήκε από την είσοδο της κουζίνας. Έκλεισε την πόρτα και κοίταξε προς το δωμάτιο. Οι δικοί του μόλις είχαν στρώσει να φάνε. Η μάνα του τον κοιτούσε με τρόμο και οργή.

«Τι έγινε, ρε χαμένε; Πως έγινες έτσι;», ρώτησε ο πατέρας του. Ήταν συνηθισμένος με τις μαλακίες του γιού του.

«Ο Βασίλης. Με νευρίασε. Έσπασα καταλάθος τον κωλοαετό της εισόδου και το πήρε βαριά», είπε ο Τάκης πολύ ήρεμα. Όλα τα νεύρα του είχαν φύγει στον καβγά και τώρα νύσταζε απίστευτα. Ο πατέρας του γέλασε και ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι τσίπουρο που είχε μπροστά του. Ο Τάκης έκατσε να φάει.

«Δεν αισθάνεσαι καθόλου ντροπή, ρε Τάκη; Στην κηδεία; Θα σας είδε όλο το χωριό. Δεκαπέντε μέρες το χρόνο έρχεσαι και συζητάει το χωριό για ένα μήνα. Τι θα πω εγώ στην κα Ελένη; Να πας αύριο να ζητήσεις συγνώμη.», είπε η μάνα του προσπαθώντας να παρατηρήσει το μάτι του Τάκη. Είχε ήδη φέρει μια παγοκύστη και την ακούμπησε στο μάτι του. Φαινόταν ανήσυχη και έξαλλη. Ήθελε πάντα να κρατάει τους τύπους. Η θεία Βέτα δεν μίλησε. Ένιωθες, όμως, από μακριά τη δυσαρέσκεια και την απογοήτευσή της. Ο Τάκης έφαγε γρήγορα και άναψε τσιγάρο. Χέστηκε για τη γνώμη της θείας Βέτας. Χέστηκε και για τη γνώμη όλου του χωριού.

«Δεν μας παρατάς, ρε συ Ηλέκτρα, με την κα Ελένη; Τέτοιος βλάκας είναι και ο γιος της. Καταλάθος έγινε. Δεν λες πάλι καλά που διαλύθηκε το κωλοπούλι και δεν θα το βλέπουμε άλλο;». Ο πατέρας του Τάκη προσπαθούσε πλέον συνειδητά να μην γελάσει.

«Νύσταξα.», είπε ο Τάκης και σηκώθηκε απότομα. Έσβησε το τσιγάρο και πήγε να κοιμηθεί. Ήξερε ότι θα πιανόταν πάλι στο μονό κρεβάτι του πίσω δωματίου, αλλά δεν τον ενδιέφερε. Ήθελε να κοιμηθεί.  Πέρασε τον καθρέφτη του διαδρόμου και έριξε μια γρήγορη ματιά στο πρόσωπό του. Το μάτι του είχε αρχίσει να πρήζεται. Ήξερε ότι την επόμενη μέρα θα ήταν μαύρο. Του έλειπε ο θείος Μενέλαος από το τραπέζι. Σκέφτηκε πόσο θα γελούσε με τη μύτη του Βασίλη. Ένιωσε στα αυτιά του τα νεύρα να επιστρέφουν. Ξάπλωσε και κοίταξε το ταβάνι, περιμένοντας να κοιμηθεί. Αν κατάφερνε να κοιμηθεί…

Θα τα ξαναπούμε σύντομα πιστεύω. Τόσο εγώ, όσο και ο Τάκης έχουμε πολλά να πούμε ακόμα...