Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Φοβάμαι, μπαμπά...

Δεν είχα σκοπό να το ανεβάσω αυτό το κείμενο, αρχικά επειδή διέπεται από υπερβολική προσωπική αποκάλυψη και επιπλέον επειδή αγαπάω υπερβολικά τον μπαμπά μου για να τον θορυβήσω. Ωστόσο, ήθελα πολύ να το ανεβάσω...


Μπαμπά μου,
Θα ήταν ψέμα να σου πω ότι δεν φοβάμαι τον κόσμο. Ότι δεν τρέμω το άγνωστο. Τρέμω γι’ αυτά που ανησυχείς χρόνια: ότι θα γίνω ωραία, νέα κι ατυχής. Φοβάμαι ότι δεν θα έχω κανέναν να ‘ρθει, ότι θα γλιστρήσει το χέρι που με κρατάει.  Φοβάμαι, μπαμπά.
Αναζητώ –ίσως μάταια- τη φυσική καλοσύνη στον κόσμο, τη συνειδητή επιλογή της ανιδιοτέλειας, την αληθινή αγάπη. Δεν κουβαλάω κακία για κανένα γιατί δεν με απασχολεί και δεν με συμφέρει να συγκρατώ ότι αρνητικό μου έχουν προκαλέσει. Ωστόσο, διατηρώ το αίσθημα της ασφάλειας και της ανάγκης για επιβίωση. Δεν έχω σκοπό να γίνω υποκρίτρια, μόνο να έχω φυτεμένο πάντα στο μυαλό μου ότι ο καθένας είναι έτοιμος να αδιαφορήσει, να με πατήσει. Ίσως θα έπρεπε να σκεφτώ κατά πόσο έχω το δικαίωμα να το κάνω κι εγώ.
Ο κόσμος άλλαξε. Πέρασαν χρόνια και οι λέξεις που ονομάσαμε αξίες ειπώθηκαν τόσες πολλές φορές που ξέφτισαν, αλλοιώθηκαν, παραποιήθηκαν. Δεν πουλάω τον εαυτό μου για κάτι τέτοια. Είδα ότι ώρες-ώρες μια εικόνα μπορεί να σε σαρώσει, μα δεν το δέχτηκα ποτέ. Ασπάστηκα το λόγο, το συναίσθημα, το νου. Είδα ότι η αξία δεν είναι μια κούφια λέξη, μια έντονα μπογιατισμένη ζωγραφιά. Είναι κατάσταση. Έμαθα ότι ο κόσμος ζυγίζει τη δυστυχία και το μέλλον των ανθρώπων ανάλογα με την οικονομική τους επιφάνεια. Έμαθα πόσο δύσκολο είναι να σφίγγεις τα δόντια όταν σε πονάνε. Είδα πόσο εύκολο είναι να είσαι υποκριτής, μηδενιστής, αγνώμονας. Συνειδητοποίησα ότι η ευτυχία είναι κρυμμένη σε «φωτογραφίες». Κατάλαβα ότι ο φόβος είναι επιλογή που πρέπει να μάθω να ελέγχω.
Είναι απίθανο να μείνεις κοινωνικά απαίδευτος. Είναι φυσικό –όμως- να δυσκολευτείς, να παιδευτείς, να ζυμωθείς. Αναρωτιέμαι πολλά πράγματα. Ρωτάω συνεχώς κοιτώντας γύρω με περιέργεια και φόβο, ανακαλύπτοντας έναν άγνωστο κόσμο. Σαν τα μικρά παιδιά που αντικρίζουν για πρώτη φορά ένα καινούριο αντικείμενο και το επεξεργάζονται με ενθουσιασμό και επιφύλαξη. Ακόμα μαθαίνω πως λειτουργούν οι άνθρωποι. Δεν θα σταματήσω ποτέ να μαθαίνω.
Όλα σε αυτόν τον κόσμο ξεκινούν και γυρνούν γύρω από το φόβο για επιβίωση. Επί+βιώνω; Βιώνω σημαίνει αισθάνομαι, σημαίνει νιώθω στην ολότητά μου. Είμαστε καταδικασμένοι να φοβόμαστε να νιώσουμε. Στο τέλος της μέρας, όμως, όλοι θα ήθελαν κάποιον να τους παίρνει αγκαλιά όταν κλαίνε. Και ξέρω ότι κλαίνε. Σιωπηρά με το κεφάλι χωμένο σ’ ένα μαξιλάρι. Κρυμμένοι όλοι σε σχέσεις ψεύτικες με συναισθήματα πλαστά και με μια όψη καλά χαλκευμένου βολέματος.
Έμαθα, μπαμπά μου, να λογίζομαι χωρίς φυτεμένες ιδέες. Είναι πολύ εύκολο να γίνεις μαζικός. Χαίρομαι όσο δεν πάει τη Γνώση σαν βίωμα, σαν αξία, σαν προσόν. Αλλά η Γνώση πάντα κουβαλάει οξύ πόνο. Κουβαλάει αλήθειες  που μπορεί να σου φάνε το κεφάλι.
Την ερημιά φοβάμαι πολύ, πατέρα. Αυτή που σε αφήνει να φαγωθείς μοναχός σου.
Δεν σου ζητάω να μην ανησυχείς για μένα, μπαμπά μου. Είναι φυσικό, λογικό, ανθρώπινο. Όπως ανησυχώ κι εγώ για σένα. Το ξέρω ότι πιστεύεις σε μένα. Δεν με πονάει τόσο που δεν σε βλέπω γιατί τα μάτια δείχνουν μόνο ένα σωματικό και όχι ψυχικό ερέθισμα.
Να είσαι περήφανος για μένα, μπαμπά. Γιατί χρησιμοποίησα όλα όσα μου έδωσες κι όσα θα μου δώσεις ακόμα. Όσα δεν μου στέρησε η μεγάλη σου καρδιά και η ανοιχτή αγκαλιά σου, δεν έχω σκοπό να μου στερήσει ο κόσμος. Θα αντέξω γιατί με έκανες δυνατή. Δεν με νοιάζουν όσα πέρασα, δεν με απασχολούν, δεν με στιγμάτισαν, μόνο με έπλασαν για να είμαι προετοιμασμένη.
Καληνύχτα, μπαμπά μου.

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Είχε γεύση από μαύρα κεράσια...


Αυτό το κείμενο το είχα γράψει πριν από πάρα πολύ καιρό και το ξαναβρήκα εντελώς τυχαία. Δεν θυμάμαι αν το είχα ανεβάσει τότε. Όπως και να έχει αξίζει που το θυμήθηκα!




Κάποτε χαμογελούσα αληθινά πολύ συχνότερα. Κάποτε δεν έκλαιγα μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Αρχίζω να πιστεύω πως είχαν δίκιο οι Guns n' Roses στο Yesterdays: "Yesterdays, there were so many things I was never told. Now that I'm starting to learn I feel I'm growing old".


Σε θυμάμαι ακόμα και μου λείπεις πολύ. Μύριζες ωραία, σαν φρεσκοπλυμένο βαμβακερό. Με έπαιρνες αγκαλιά και έκλεινα τα μάτια ενώ μου διάβαζες άμμετρη ποίηση. Αποκοιμόμουνα πότε-πότε στον καναπέ σου, με σκέπαζες με μια πράσινη fleece κουβέρτα και με κοιτούσες από την απέναντι πολυθρόνα καθώς ανέπνεα πίνοντας καφέ και ρουφώντας από το τσιγάρο σου. Ασυναίσθητα κρατάω το τσιγάρο όπως εσύ.


Με έπαιρνες τηλέφωνο όταν ήταν πίσσα νύχτα έξω για να μου πεις απλά ότι σου έλειψε η φωνή μου και όταν άκουγα τη δική σου ηρεμούσα. Μου μιλούσες για ώρες περί ιστορίας, φυσικής, φιλοσοφίας. Ένιωθα τυχερή και χαζή ταυτόχρονα. Μου άνοιξες το μυαλό ώστε να ακούσω blues και jazz. Και μιλούσες για ότι σε συναρπάζει καθώς η μουσική έμπαινε από τα αυτιά μου και πείραζε τα μειλίχια κομμάτια της ψυχής μου.


Όταν με είδες πρώτη φορά να κλαίω, να τσακίζομαι σε ληγμούς ήσουν ευτυχισμένος που κατάφερες να με κάνεις να ξεσπάσω. --Θέλω να καταλάβω τι είναι σωστό. Αν αξίζω. Νόμιζες ότι είμαι αξιολύπητη. Ότι έχω τα πάντα στον κόσμο, αλλά δεν μου αρέσει ο εαυτός μου. Τι θέλεις να κάνω; Να κλάψω; Αυτό ήθελες... Να παραδεχτώ ότι έχω αδυναμίες. "Θέλω να με πείσεις ότι η ζωή σου είναι πολύτιμη για σένα γιατί εγώ δεν το ξέρω", έτσι μου είπες.--


Θέλω μια φορά ακόμα να με κοιτάξεις με τα μπλε σου μάτια -με εκείνο το βλέμμα σαν ακτινογραφία- και να κλάψω, να γονατίσω, να σπάσω, να τσακίσω, να ουρλιάξω. Να βγάλω τα πάντα από το σύστημά μου, ίσως ακόμα κι εσένα.


Είχες μια γεύση από μαύρα κεράσια, σαν ζαχαρωτό. Και με γαργαλούσε αφόρητα το μούσι σου όταν ήμουν τόσο κοντά ώστε να νιώθω την ανάσα σου στη μύτη μου. Μου είχες πει "σ'αγαπάω" τότε κι εγώ σου είχα πει "συγνώμη". Ένιωθα αμήχανα δίπλα σου. Τώρα κλαίω όταν δεν με βλέπεις. Λυπάμαι που δεν σου είπα ποτέ ότι σ'αγαπάω...


Προσπάθησα να σε αντικαταστήσω. Δοκίμασα κάποιον που σου μοιάζει πολύ, δοκίμασα κάποιον που δεν σου μοιάζει καθόλου. Κανείς δεν έχει γεύση από μαύρα κεράσια...